Ο όρος "wear-resistant coating" αποτελείται από δύο μέρη: το "wear-resistant", που λειτουργεί σαν επίθετο και το "coating", που είναι ουσιαστικό.
/wɛr rɪˈzɪstənt ˈkoʊtɪŋ/
Η φράση "wear-resistant coating" αναφέρεται σε επιστρώσεις υλικών που είναι σχεδιασμένες να αντέχουν στην φθορά κατά τη διάρκεια της χρήσης. Αυτές οι επιστρώσεις χρησιμοποιούνται σε πολλές βιομηχανίες όπως η κατασκευή, η αυτοκινητοβιομηχανία και η ηλεκτρονική για την προστασία επιφανειών από γρατσουνιές, φθορά και άλλες ζημιές.
Η χρήση της φράσης εμφανίζεται συνήθως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο μπορεί να είναι λιγότερο συχνά κι περισσότερο χρησιμοποιείται σε επαγγελματικά ή τεχνικά περιβάλλοντα.
Οι μηχανικοί καθόρισαν μια ανθεκτική επίστρωση για τα εξαρτήματα της μηχανής ώστε να βελτιώσουν την ανθεκτικότητα.
The wear-resistant coating on the tools prevents them from degrading quickly.
Η ανθεκτική επίστρωση στα εργαλεία αποτρέπει την γρήγορη φθορά τους.
Many manufacturers offer products with a wear-resistant coating for increased longevity.
Η φράση "wear-resistant coating" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με τεχνολογικές και βιομηχανικές συζητήσεις. Κατά συνέπεια, θα αναφέρω μερικές προτάσεις που δείχνουν τη συχνή χρήση της.
Ο νέος σχεδιασμός διαθέτει μια ανθεκτική επίστρωση που το καθιστά ιδανικό για εφαρμογές βαρέως τύπου.
In high-performance environments, a wear-resistant coating can significantly reduce maintenance costs.
Σε περιβάλλοντα υψηλής απόδοσης, μια ανθεκτική επίστρωση μπορεί να μειώσει σημαντικά τα κόστη συντήρησης.
By applying a wear-resistant coating, we can ensure the product lasts longer under stress.
Συνώνυμα: - Abrasion-resistant coat - Durable coating - Protective layer
Αντώνυμα: - Wear-prone coating - Fragile coating - Easily degradable layer
Αυτή είναι η αναλυτική πληροφόρηση σχετικά με την έννοια "wear-resistant coating".