Ο όρος "wear-resistant concrete" λειτουργεί ως ουσιαστικό σύνθετο.
/wɛr rɪˈzɪstənt kənˈkriːt/
Το "wear-resistant concrete" αναφέρεται σε έναν τύπο σκυροδέματος που έχει σχεδιαστεί για να αντέχει σε φθορά και καταπόνηση, συχνά χρησιμοποιούμενο σε επιφάνειες με έντονη κυκλοφορία. Είναι υλικό σημαντικό για κατασκευές όπως δρόμοι, γέφυρες και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπου η επαφή με φορτία και μηχανική φθορά είναι συχνή.
Πώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά: Συνήθως χρησιμοποιείται σε τεχνικά ή μηχανικά κείμενα σχετικά με δομικά υλικά.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, σε τεχνικές αναφορές και μελέτες.
The new building required wear-resistant concrete to handle the heavy machinery.
Η νέα οικοδομή απαιτούσε σκυρόδεμα ανθεκτικό στη φθορά για να αντέξει τις βαριές μηχανές.
Engineers designed the pavement using wear-resistant concrete to minimize repairs.
Οι μηχανικοί σχεδίασαν την οδό με τη χρήση σκυροδέματος ανθεκτικού στη φθορά για να ελαχιστοποιήσουν τις επισκευές.
Wear-resistant concrete is essential for highways exposed to heavy traffic.
Το σκυρόδεμα ανθεκτικό στη φθορά είναι απαραίτητο για τις εθνικές οδούς που εκτίθενται σε βαριά κυκλοφορία.
Το "wear-resistant concrete" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να επεκταθεί σε σχετικές τεχνικές και κατασκευαστικές φράσεις.
The construction team chose wear-resistant concrete for the project to avoid frequent repairs.
Η ομάδα κατασκευής επέλεξε σκυρόδεμα ανθεκτικό στη φθορά για το έργο προκειμένου να αποφευχθούν συχνές επισκευές.
Using wear-resistant concrete can save costs in the long term due to reduced maintenance.
Η χρήση σκυροδέματος ανθεκτικού στη φθορά μπορεί να εξοικονομήσει κόστη μακροπρόθεσμα λόγω μειωμένων συντηρήσεων.
The durability of wear-resistant concrete makes it ideal for industrial floors.
Η ανθεκτικότητα του σκυροδέματος ανθεκτικού στη φθορά το καθιστά ιδανικό για βιομηχανικές δαπέδους.
Ο όρος "wear-resistant concrete" σχηματίζεται από την αγγλική λέξη "wear" (φθορά) που προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική λέξη "warian", και "resistant" που προέρχεται από την Λατινική ρίζα "resistent-", που σημαίνει "αντέχω, αντιστέκομαι". Η λέξη "concrete" προέρχεται από τη Λατινική "concretus", που σημαίνει "συγκολλημένος μαζί".
Συνώνυμα: - abrasion-resistant concrete - durable concrete
Αντώνυμα: - wear-prone concrete - fragile concrete