Το "wedge off" λειτουργεί ως φράση ρήματος (verb phrase), καθώς προέρχεται από το ρήμα "wedge" που σημαίνει να εισάγεις ή να τοποθετήσεις κάτι σε έναν στενό χώρο.
/hwɛdʒ ɔf/
Η φράση "wedge off" σημαίνει να απομακρύνεις κάτι από ένα μεγαλύτερο αντικείμενο ή από μια επιφάνεια, συχνά χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει την διαδικασία αποκοπής ή απομάκρυνσης κάποιου μέρους. Συνήθως χρησιμοποιείται σε τεχνικά ή φυσικά συμφραζόμενα, όπως η αποκοπή ξύλου ή άλλων υλικών. Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα σχετικά με την κατασκευή ή τη χειροτεχνία, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συνομιλίες όταν μιλάμε για την απομάκρυνση αντικειμένων.
Χρειάζομαι να ξεκολλήσω ένα κομμάτι ξύλου για να το χωρέσω στο πλαίσιο.
He carefully wedged off the excess material from the edge of the table.
Η φράση "wedge off" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ξεκόλλα τις αμφιβολίες και επικεντρώσου στους στόχους σου.
It's time to wedge off the past and move forward.
Είναι καιρός να απομακρύνεις το παρελθόν και να προχωρήσεις.
You need to wedge off distractions to complete your work efficiently.
Πρέπει να απομακρύνεις τους αποσπαστικούς παράγοντες για να ολοκληρώσεις τη δουλειά σου αποτελεσματικά.
He managed to wedge off the negativity that surrounded him.
Κατάφερε να απομακρύνει την αρνητικότητα που τον περιέβαλε.
Wedge off unnecessary thoughts before your presentation.
Η λέξη "wedge" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wedga", που σημαίνει ένα στενό κομμάτι που χρησιμοποιείται για να σφηνώσει ή να κρατήσει κάτι στη θέση του. Η λέξη "off" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "of", που δηλώνει απομάκρυνση ή διαχωρισμό.
Συνώνυμα: - Cut off - Remove - Isolate
Αντώνυμα: - Attach - Join - Unite