Το "wedging-in" είναι ρήμα στην μορφή της παρείσδυσης.
/ˈwɛdʒɪŋ ɪn/
Η λέξη "wedging-in" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία κάτι εισάγεται ή παρεμβάλλεται σε έναν περιορισμένο χώρο ή μεταξύ άλλων αντικειμένων. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ενέργεια του να εισάγεις κάτι με δύναμη ή κατά τρόπο που δεν είναι απλώς ομαλός.
Η φράση χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να είναι πιο συχνή σε καταστάσεις όπου περιγράφεται η φυσική είσοδος ή οι ενέργειες που σχετίζονται με την κατασκευή, τη μηχανική ή το παιχνίδι.
He was wedging-in the door to prevent it from closing.
(Έβαζε στο άνοιγμα της πόρτας για να την αποτρέψει από το να κλείνει.)
The kids were wedging-in more toys into the overflowing box.
(Τα παιδιά έβαζαν περισσότερα παιχνίδια στο γεμάτο κουτί.)
The technician was wedging-in the part to fix the machinery.
(Ο τεχνικός παρείσδυσε το κομμάτι για να επισκευάσει τη μηχανή.)
Η φράση "wedging-in" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις:
Wedge yourself in
It's important not to wedge yourself in a corner with your commitments.
(Είναι σημαντικό να μην παρεμβληθείς σε μια γωνία με τις υποχρεώσεις σου.)
Wedged in between
She felt wedged in between two opposing arguments.
(Ένιωθε παρεμβληθείσα ανάμεσα σε δύο αντίθετες απόψεις.)
Wedge in time
We need to wedge in some time for a break during our busy day.
(Πρέπει να βρούμε λίγο χρόνο για διάλειμμα κατά τη διάρκεια της άσχημης ημέρας μας.)
Don’t wedge in too much
When organizing the event, don’t wedge in too much on the schedule or it’ll become overwhelming.
(Όταν οργανώνεις την εκδήλωση, μην προσπαθήσεις να εισαγάγεις πάρα πολλά στην ατζέντα ή θα γίνει υπερβολικό.)
Wedged in traffic
I was wedged in traffic for over an hour on my way to work.
(Ήμουν εγκλωβισμένος στην κυκλοφορία για πάνω από μία ώρα στον δρόμο μου για τη δουλειά.)
Η λέξη "wedge" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "wedge," η οποία προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "wædge." Αναφέρεται σε ένα λεπτό, κωνικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει ή να στερεώσει αντικείμενα.