Ρήμα (verb)
/weɪ/
Η λέξη "weigh" σημαίνει να προσδιορίζεις το βάρος ενός αντικειμένου ή να εκτιμάς τη σπουδαιότητα ή την αξία κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται συνήθως και σε κυριολεκτική και σε μεταφορική έννοια. Σε γενικές γραμμές, έχει σχετική συχνότητα χρήσης και χρησιμοποιείται κάπως περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
I need to weigh the ingredients before cooking.
Χρειάζομαι να ζυγίσω τα υλικά πριν το μαγείρεμα.
He decided to weigh the pros and cons before making a decision.
Αποφάσισε να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά πριν πάρει μια απόφαση.
Η λέξη "weigh" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά:
Weigh your options.
Ζύγισε τις επιλογές σου.
(Σημαίνει να εκτιμήσεις τις διαθέσιμες επιλογές σου πριν αποφασίσεις.)
Weigh in on a topic.
Εκφράζω άποψη για ένα θέμα.
(Χρησιμοποιείται όταν κάποιος συμμετέχει σε μια συζήτηση δίνοντας τη γνώμη του.)
Weigh heavily on someone’s mind.
Βάρος στη σκέψη κάποιου.
(Όταν κάτι απασχολεί ή ανησυχεί έντονα κάποιον.)
Don’t weigh too heavily on yourself.
Μη βάζεις πολύ βάρος στον εαυτό σου.
(Σημαίνει να μην είσαι πολύ σκληρός με τον εαυτό σου.)
Weigh the evidence.
Εκτίμηση των στοιχείων.
(Χρησιμοποιείται στην νομική γλώσσα, σημαίνει να αξιολογείς τα στοιχεία που υπάρχουν.)
Η λέξη "weigh" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "wegan," που σημαίνει "να έχει βάρος." Η ρίζα της πιθανώς προέρχεται από την Γερμανική γλώσσα, με προφανείς σχέσεις σε άλλα γερμανικά και σκανδιναβικά γλωσσικά στοιχεία.
Συνώνυμα: - measure (μετρώ) - assess (εκτιμώ)
Αντώνυμα: - disregard (αγνοώ) - dismiss (απορρίπτω)