Ρήμα
/wɛɪ haʊs/
Η λέξη "weigh-house" αναφέρεται σε έναν χώρο ή εγκατάσταση όπου εκτελείται η διαδικασία ζύγισης προϊόντων ή αγαθών. Συχνά χρησιμοποιείται σε βιομηχανίες όπως η γεωργία, η μεταποίηση και η μεταφορά, όπου η ακριβής μέτρηση του βάρους είναι σημαντική για εμπορικές ή νομικές σκοπιμότητες. Η χρήση του όρου είναι πιο συνήθης σε γραπτό πλαίσιο, καθώς συχνά αναφέρεται σε ειδικές διαδικασίες και πολιτικές.
Τα αγαθά μεταφέρθηκαν στον σταθμό ζύγισης για ακριβή μέτρηση.
He works at the local weigh-house, ensuring compliance with regulations.
Δουλεύει στον τοπικό οίκο ζύγισης, διασφαλίζοντας ότι πληρούνται οι κανονισμοί.
After the delivery, the truck was directed to the weigh-house to check the load.
Η λέξη "weigh-house" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως η έννοια του "ζυγίζω" ή "αξιολογώ" ενδέχεται να εμφανίζεται σε άλλες φράσεις.
Είναι σημαντικό να ζυγίζεις τις αποφάσεις σου.
A loaded weigh: The rumors are a loaded weigh, affecting everyone in the community.
Η λέξη "weigh-house" προέρχεται από την αγγλική λέξη "weigh", που σημαίνει "ζυγίζω", και "house", που αναφέρεται σε εγκατάσταση ή χώρο. Συνδυάζονται για να περιγράψουν το μέρος όπου διεξάγεται η διαδικασία ζύγισης.
Συνώνυμα: - Ζυγιστήριο - Σταθμός ζύγισης
Αντώνυμα: - Ανυψωτικός ή Άδειος χώρος (αναφορικά με την απουσία βάρους)