weighing - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

weighing (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Weighing είναι ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

/wˈeɪɪŋ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος weighing αναφέρεται στη διαδικασία μέτρησης του βάρους ενός αντικειμένου ή μιας ουσίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, όπως στη μαγειρική, στη βιομηχανία, στην επιστήμη και στην καθημερινή ζωή. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγάλη και συναντάται περισσότερο στο γραπτό και επίσημο πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. The weighing of the ingredients is crucial for the recipe.
    Η ζύγιση των υλικών είναι κρίσιμη για τη συνταγή.

  2. She is weighing her options before making a decision.
    Ζυγίζει τις επιλογές της πριν πάρει μια απόφαση.

  3. The weighing scales showed that I had lost weight.
    Οι ζυγαριές έδειξαν ότι έχασα βάρος.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το weighing μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:

  1. Weighing up the pros and cons
    Ζυγίζοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα.
    Χρήση: It's important to weigh up the pros and cons before making a significant investment.
    Είναι σημαντικό να ζυγίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα πριν κάνουμε μια σημαντική επένδυση.

  2. Weighing heavily on someone's mind
    Βάρος στο μυαλό κάποιου.
    Χρήση: The decision seemed to be weighing heavily on her mind.
    Η απόφαση φαινόταν να βαραίνει το μυαλό της.

  3. Weighing in on a discussion
    Συμμετοχή σε μια συζήτηση.
    Χρήση: He decided to weigh in on the discussion about the new policy.
    Αποφάσισε να συμμετάσχει στη συζήτηση για την νέα πολιτική.

  4. Weighing one's words
    Ζυγίζοντας τα λόγια κάποιου.
    Χρήση: She was careful, weighing her words before speaking.
    Ήταν προσεκτική, ζυγίζοντας τα λόγια της πριν μιλήσει.

Ετυμολογία

Η λέξη weighing προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη weghen, η οποία έχει τις ρίζες της στη γερμανική γλώσσα, ειδικότερα από το γερμανικό wegen, που σημαίνει "να ζυγίζω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Measuring - Assessing - Counting

Αντώνυμα: - Lightening - Neglecting - Ignoring



25-07-2024