Weighing είναι ρήμα.
/wˈeɪɪŋ/
Ο όρος weighing αναφέρεται στη διαδικασία μέτρησης του βάρους ενός αντικειμένου ή μιας ουσίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, όπως στη μαγειρική, στη βιομηχανία, στην επιστήμη και στην καθημερινή ζωή. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγάλη και συναντάται περισσότερο στο γραπτό και επίσημο πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The weighing of the ingredients is crucial for the recipe.
Η ζύγιση των υλικών είναι κρίσιμη για τη συνταγή.
She is weighing her options before making a decision.
Ζυγίζει τις επιλογές της πριν πάρει μια απόφαση.
The weighing scales showed that I had lost weight.
Οι ζυγαριές έδειξαν ότι έχασα βάρος.
Το weighing μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Weighing up the pros and cons
Ζυγίζοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα.
Χρήση: It's important to weigh up the pros and cons before making a significant investment.
Είναι σημαντικό να ζυγίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα πριν κάνουμε μια σημαντική επένδυση.
Weighing heavily on someone's mind
Βάρος στο μυαλό κάποιου.
Χρήση: The decision seemed to be weighing heavily on her mind.
Η απόφαση φαινόταν να βαραίνει το μυαλό της.
Weighing in on a discussion
Συμμετοχή σε μια συζήτηση.
Χρήση: He decided to weigh in on the discussion about the new policy.
Αποφάσισε να συμμετάσχει στη συζήτηση για την νέα πολιτική.
Weighing one's words
Ζυγίζοντας τα λόγια κάποιου.
Χρήση: She was careful, weighing her words before speaking.
Ήταν προσεκτική, ζυγίζοντας τα λόγια της πριν μιλήσει.
Η λέξη weighing προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη weghen, η οποία έχει τις ρίζες της στη γερμανική γλώσσα, ειδικότερα από το γερμανικό wegen, που σημαίνει "να ζυγίζω".
Συνώνυμα: - Measuring - Assessing - Counting
Αντώνυμα: - Lightening - Neglecting - Ignoring