Ουσιαστικό
/ˈweɪtəˌɡræf/
Η λέξη "weightograph" αναφέρεται σε μια συσκευή ή μέθοδο που καταγράφει ή απεικονίζει το βάρος, συνήθως με τη μορφή γραφήματος ή διαγράμματος. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή ιατρικά πλαίσια για την παρακολούθηση αλλαγών στο βάρος ενός ατόμου ή άλλων αντικειμένων κατά τη διάρκεια του χρόνου. Η χρήση της λέξης είναι πιο κοινή σε γραπτά και επαγγελματικά περιβάλλοντα παρά στον προφορικό λόγο.
The weightograph clearly shows the patient's weight changes over the last month.
(Ο βάροςγράφος δείχνει καθαρά τις αλλαγές βάρους του ασθενούς κατά τον τελευταίο μήνα.)
She used a weightograph to track her progress during the diet.
(Χρησιμοποίησε έναν βάροςγράφο για να παρακολουθήσει την πρόοδό της κατά τη διάρκεια της δίαιτας.)
Η λέξη "weightograph" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια του βάρους και της καταγραφής.
"Keep weight in check with a weightograph."
(Διατηρήστε το βάρος υπό έλεγχο με έναν βάροςγράφο.)
"Tracking your weight is essential for maintaining a healthy lifestyle."
(Η παρακολούθηση του βάρους σας είναι απαραίτητη για τη διατήρηση ενός υγιούς τρόπου ζωής.)
Η λέξη "weightograph" προέρχεται από τη σύνθεση δύο λέξεων: "weight" (βάρος) και "graph" (γράφημα ή διάγραμμα). Οι ρίζες αυτών των λέξεων είναι αγγλικές, με το "weight" να προέρχεται από παλαιές γερμανικές λέξεις, και το "graph" να προέρχεται από το ελληνικό "γραφή" που σημαίνει "γράφω".
Συνώνυμα: - Βάροςγράφος - Διάγραμμα βάρους
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για την έννοια του βάροςγραφου, καθώς αυτό σχετίζεται με τη μέτρηση και την απεικόνιση πληροφοριών. Ωστόσο, ανυπαρξία αντίστοιχης καταγραφής μπορεί να θεωρηθεί με αρνητική έννοια.