Η φράση "weldable fitting" λειτουργεί ως επίθετο + ουσιαστικό.
/wɛl.də.bəl ˈfɪt.ɪŋ/
Το "weldable fitting" αναφέρεται σε ένα εξάρτημα ή κομμάτι υλικού που μπορεί να υποστεί διαδικασία συγκόλλησης. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία κατασκευών και σωληνώσεων, επισημαίνοντας την ικανότητα του εξαρτήματος να ενωθεί με βάση ή άλλο υλικό μέσω συγκόλλησης. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα. Η χρήση του είναι πιο κοινή σε γλωσσικά περιβάλλοντα που σχετίζονται με τεχνικές ή βιομηχανικές συνομιλίες, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.
The plumber recommended a weldable fitting for the pipe installation.
Ο υδραυλικός πρότεινε ένα συγκολλήσιμο εξάρτημα για την εγκατάσταση του σωλήνα.
Using a weldable fitting ensures a strong connection between the metal pieces.
Η χρήση ενός συγκολλήσιμου εξαρτήματος εξασφαλίζει μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ των μεταλλικών κομματιών.
The welding process is essential for properly joining the weldable fittings together.
Η διαδικασία συγκόλλησης είναι απαραίτητη για τη σωστή σύνδεση των συγκολλήσιμων εξαρτημάτων μεταξύ τους.
Αν και η φράση "weldable fitting" δεν είναι μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα στον τομέα της κατασκευής και της μηχανικής. Ορισμένες εκφράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν:
"Seal the deal with a weldable fitting"
Κλείσε την συμφωνία με ένα συγκολλήσιμο εξάρτημα.
(Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια ισχυρή και μόνιμη σύνδεση.)
"Make it stick with a weldable fitting"
Κάνε το να κολλήσει με ένα συγκολλήσιμο εξάρτημα.
(Χρησιμοποιείται για να εννοήσει τη σταθερότητα ή τη διάρκεια σε μια συνεργασία ή ένωση.)
"A strong foundation starts with a weldable fitting"
Μια ισχυρή βάση ξεκινά με ένα συγκολλήσιμο εξάρτημα.
(Υποδηλώνει την ανάγκη για καλή βάση ή εξαρτήματα στην οικοδόμηση ενός έργου.)
Η λέξη "weldable" προέρχεται από το ρήμα "weld" (συγκολλώ) με την προσθήκη του επιθέτου "-able", που σημαίνει "ικανός να". Η λέξη "fitting" προέρχεται από το ρήμα "fit" (ταιριάζω) και το "-ing", που υποδηλώνει την πράξη ή την κατάσταση.
Συνώνυμα:
- Joinable fitting (συγκολλούμενο εξάρτημα)
- Attachble fitting (συνδεδεμένο εξάρτημα)
Αντώνυμα:
- Non-weldable fitting (μη συγκολλήσιμο εξάρτημα)
- Detached fitting (αποσυνδεδεμένο εξάρτημα)