Η φράση "welded connection casing" αναφέρεται σε μια εκ των προτέρων κατασκευασμένη σύνδεση που έχει συγκολληθεί, συνήθως σε σωληνώσεις ή άλλα τεχνικά μέρη που απαιτούν την ακεραιότητα και τη στατικότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία κατασκευών, μηχανικής και πετρελαιοειδών. Η χρήση της είναι πιο συχνή στις τεχνικές και επαγγελματικές επικοινωνίες (γραπτό πλαίσιο), αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις ειδικών.
Η συγκολλημένη σύνδεση περίβλημα εξασφαλίζει μια ισχυρή ένωση μεταξύ των σωλήνων.
Engineers examined the welded connection casing for any signs of wear.
Οι μηχανικοί εξέτασαν το συγκολλημένο περίβλημα σύνδεσης για τυχόν σημάδια φθοράς.
A proper welded connection casing is crucial for the safety of the entire structure.
Η φράση "welded connection" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στην τεχνολογία και τη μηχανική:
"Η αντοχή μιας κατασκευής εξαρτάται από τις συγκολλημένες συνδέσεις."
"In construction, a reliable welded connection is non-negotiable."
"Στη κατασκευή, μια αξιόπιστη συγκολλημένη σύνδεση είναι αδιαπραγμάτευτη."
"They use advanced technology to create welded connections that last."
"Χρησιμοποιούν προηγμένη τεχνολογία για να δημιουργήσουν συγκολλημένες συνδέσεις που διαρκούν."
"When designing pipelines, engineers focus on the quality of the welded connections."
"Όταν σχεδιάζουν αγωγούς, οι μηχανικοί επικεντρώνονται στην ποιότητα των συγκολλημένων συνδέσεων."
"A poorly made welded connection can lead to significant failures."
Η λέξη "welded" προέρχεται από το μεσαίο γερμανικό "welden," που σημαίνει "να επιδρά". Η λέξη "connection" προέρχεται από τη λατινική "connectere," που σημαίνει "συνδέω". Το "casing" βγήκε από τη γαλλική λέξη "caisse," που σημαίνει "κουτί" ή "περίβλημα".