Φράση: Welding position
Μέρος του λόγου: Νoun (Ουσιαστικό)
/wɛldɪŋ pəˈzɪʃən/
Η φράση "welding position" αναφέρεται στη συγκεκριμένη στάση ή θέση στην οποία βρίσκονται οι συνδεδεμένοι ή οι συμμετέχοντες σε μια διαδικασία συγκόλλησης. Αυτές οι θέσεις είναι σημαντικές διότι επηρεάζουν την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της συγκόλλησης. Οι διάφορες θέσεις περιλαμβάνουν επίπεδη, κάθετη, οροφή και γωνία.
Χρησιμοποιείται: κυρίως σε τεχνικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα, και πιο συχνά στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
The welder was trained to work in various welding positions.
(Ο συγκολλητής εκπαιδεύτηκε να εργάζεται σε διάφορες θέσεις συγκόλλησης.)
Different welding positions require different techniques.
(Διαφορετικές θέσεις συγκόλλησης απαιτούν διαφορετικές τεχνικές.)
Mastering the welding position is crucial for a successful weld.
(Η κυριαρχία στη θέση συγκόλλησης είναι κρίσιμη για μια επιτυχημένη συγκόλληση.)
Η φράση "welding position" μπορεί να εμφανίζεται σε ιδαίτερες εκφράσεις στον τεχνικό τομέα:
In the flat welding position, the welder achieves the best penetration.
(Στη επίπεδη θέση συγκόλλησης, ο συγκολλητής επιτυγχάνει την καλύτερη διείσδυση.)
Understanding the horizontal welding position can help reduce weld defects.
(Η κατανόηση της οριζόντιας θέσης συγκόλλησης μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των ελαττωμάτων στη συγκόλληση.)
They often practice in the overhead welding position during training.
(Συχνά εξασκούνται στην θέση συγκόλλησης οροφής κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης.)
Positioning the workpiece correctly is essential for any welding position.
(Η σωστή τοποθέτηση του κομματιού εργασίας είναι απαραίτητη για οποιαδήποτε θέση συγκόλλησης.)
The pipe welding position is different from flat plate welding.
(Η θέση συγκόλλησης σωλήνα διαφέρει από τη συγκόλληση επίπεδης πλάκας.)
Safety is a priority in all welding positions.
(Η ασφάλεια είναι προτεραιότητα σε όλες τις θέσεις συγκόλλησης.)
Η λέξη "welding" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "weld," που σημαίνει "συγκολλώ" και έχει ρίζες από το παλιό Αγγλικά "wieldan," το οποίο σημαίνει "να κρατάω, να μεταφέρω". Η "position" προέρχεται από τη λατινική "positio," που σημαίνει "θέση" ή "τοποθέτηση".
Συνώνυμα:
- stance (στάση)
- orientation (προσανατολισμός)
Αντώνυμα:
- movement (κίνηση)
- displacement (μετακίνηση)