Το "well boring" είναι μια φράση που περιλαμβάνει ένα επίρρημα ("well") και ένα επίθετο ("boring").
/wɛl ˈbɔːrɪŋ/
Η φράση "well boring" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάτι είναι πολύ βαρετό, με τον τόνο να προσθέτει έμφαση. Συχνά χρησιμοποιείται σε προφορικό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτές συνομιλίες, όπως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με ανώτερες περιπτώσεις χρήσης σε νεανικό και ανεπίσημο περιβάλλον.
Αυτή η ταινία ήταν πολύ βαρετή.
I thought the lecture was well boring.
Η φράση "well boring" δεν είναι μέρος κάποιων καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται για να προσδώσει ένταση στη βαρετή κατάσταση ή εμπειρία. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις με υποδειγματική χρήση:
Μετά από το να τον ακούω να μιλάει όλη μέρα, μπορώ να σου πω ότι είναι πολύ βαρετό.
The book was so well boring that I couldn't finish it.
Το βιβλίο ήταν τόσο βαρετό που δεν μπορούσα να το τελειώσω.
Going to that party was well boring.
Πηγαίνοντας σε αυτή τη γιορτή ήταν πολύ βαρετό.
I found the documentary well boring, to be honest.
Το "well" προέρχεται από την αγγλοσαξονική λέξη "wel", που σημαίνει "καλά" και έχει χρησιμοποιηθεί για αιώνες για να προσδιορίσει καταστάσεις ποιότητας. Το "boring" προέρχεται από το ρήμα "bore" που σημαίνει "βαρετός", το οποίο έχει ρίζες από τη γαλλική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Dull (βαρετό) - Tedious (κουραστικό)
Αντώνυμα: - Exciting (εντυπωσιακό) - Engaging (ενδιαφέρον)
Αυτές οι λέξεις βοηθούν στην επικοινωνία του επιπέδου ενδιαφέροντος ή ενθουσιασμού που μπορεί να έχει μια κατάσταση ή μια εμπειρία.