Το "mudding-in" είναι φράση που περιγράφει τη διαδικασία ή την πράξη του να καλύπτεις ή να γεμίζεις κάτι, συνήθως με λάσπη ή παρόμοιο υλικό. Η λέξη "well" λειτουργεί εδώ ως επιρρηματικός προσδιοριστής, ενώ το "mudding-in" είναι ρήμα.
/ˈwɛl ˈmʌdɪŋ ɪn/
Η φράση "well mudding-in" αναφέρεται συνήθως στην πρακτική που ακολουθείται σε τομείς όπως η κατασκευή ή η γεωλογία, περιγράφοντας τη διαδικασία της καλυμμένης και μονωμένης τοποθέτησης σωλήνων ή άλλων υλικών στο έδαφος με τη χρήση λασπώδους υλικού. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο σε τεχνικές αναφορές ή οδηγούς, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται και σε προφορικό λόγο σε συζητήσεις σχετικές με κατασκευή ή γεωλογία.
Οι εργάτες άρχισαν να γεμίζουν καλά τους σωλήνες για να αποτρέψουν οποιεσδήποτε διαρροές.
After well mudding-in, the foundation was ready for the next stage of construction.
Η φράση "mudding-in" δεν έχει ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα σχετικά με την κατασκευή ή τη γεωλογία. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν την κατάσταση.
Είναι βαθιά στη διαδικασία του γεμίσματος και δεν μπορεί να ενοχληθεί.
Mudding-in isn't just about filling; it's a craft of precision.
Το να γεμίσεις καλά δεν είναι απλά θέμα γέμισματος, είναι μια τέχνη ακρίβειας.
You need to be careful while mudding-in; one mistake could set you back.
Η λέξη "mud" προέρχεται από την παλαιών αγγλικών "mudde", που σημαίνει λάσπη, ενώ το "-ing" προσδιορίζει την ενέργεια που εκτελείται. Το "well" στον ρόλο του επιρρήματος χρησιμοποιείται εδώ για να προσδιορίσει ότι η ενέργεια εκτελείται με καλή ή σωστή τρόπο.
Συνώνυμα: - Filling-in - Covering - Sealing
Αντώνυμα: - Uncovering - Exposing - Draining