well mudding-in - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

well mudding-in (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "mudding-in" είναι φράση που περιγράφει τη διαδικασία ή την πράξη του να καλύπτεις ή να γεμίζεις κάτι, συνήθως με λάσπη ή παρόμοιο υλικό. Η λέξη "well" λειτουργεί εδώ ως επιρρηματικός προσδιοριστής, ενώ το "mudding-in" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈwɛl ˈmʌdɪŋ ɪn/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η φράση "well mudding-in" αναφέρεται συνήθως στην πρακτική που ακολουθείται σε τομείς όπως η κατασκευή ή η γεωλογία, περιγράφοντας τη διαδικασία της καλυμμένης και μονωμένης τοποθέτησης σωλήνων ή άλλων υλικών στο έδαφος με τη χρήση λασπώδους υλικού. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο σε τεχνικές αναφορές ή οδηγούς, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται και σε προφορικό λόγο σε συζητήσεις σχετικές με κατασκευή ή γεωλογία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The workers began well mudding-in the pipes to prevent any leaks.
  2. Οι εργάτες άρχισαν να γεμίζουν καλά τους σωλήνες για να αποτρέψουν οποιεσδήποτε διαρροές.

  3. After well mudding-in, the foundation was ready for the next stage of construction.

  4. Μετά το καλό γέμισμα, τα θεμέλια ήταν έτοιμα για την επόμενη φάση της κατασκευής.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "mudding-in" δεν έχει ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα σχετικά με την κατασκευή ή τη γεωλογία. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν την κατάσταση.

  1. He is deep in the mudding-in process and can't be disturbed.
  2. Είναι βαθιά στη διαδικασία του γεμίσματος και δεν μπορεί να ενοχληθεί.

  3. Mudding-in isn't just about filling; it's a craft of precision.

  4. Το να γεμίσεις καλά δεν είναι απλά θέμα γέμισματος, είναι μια τέχνη ακρίβειας.

  5. You need to be careful while mudding-in; one mistake could set you back.

  6. Πρέπει να είσαι προσεκτικός ενώ γεμίζεις καλά; Ένα λάθος θα μπορούσε να σε καθυστερήσει.

Ετυμολογία

Η λέξη "mud" προέρχεται από την παλαιών αγγλικών "mudde", που σημαίνει λάσπη, ενώ το "-ing" προσδιορίζει την ενέργεια που εκτελείται. Το "well" στον ρόλο του επιρρήματος χρησιμοποιείται εδώ για να προσδιορίσει ότι η ενέργεια εκτελείται με καλή ή σωστή τρόπο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Filling-in - Covering - Sealing

Αντώνυμα: - Uncovering - Exposing - Draining



25-07-2024