Το "well test period" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/wɛl tɛst ˈpɪəriəd/
Η φράση "well test period" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο κατά την οποία γίνεται η δοκιμή ενός γεωτρήματος (συνήθως για πετρέλαιο ή φυσικό αέριο) προκειμένου να αξιολογηθεί η απόδοσή του. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία ενέργειας και γεωτρήσεων. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε τεχνικά κείμενα και αναφορές παρά στον προφορικό λόγο.
Η περίοδος δοκιμής του γεωτρήματος διήρκεσε δύο εβδομάδες για να συγκεντρωθούν ακριβή δεδομένα.
During the well test period, engineers monitored various parameters closely.
Η φράση "well test period" δεν είναι διαδεδομένη σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο θα μπορούσε να σχετίζεται με κάποιους τεχνικούς όρους στον τομέα της ενέργειας και των γεωτρήσεων.
Πραγματοποιήσαμε μια λεπτομερή αξιολόγηση κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμής του γεωτρήματος, διασφαλίζοντας ότι όλες οι παράμετροι ήταν βελτιστοποιημένες.
The results obtained from the well test period are critical for future drilling operations.
Η λέξη "well" προέρχεται από την αρχαία αγγλική "wella", που σημαίνει "πηγή" ή "ρεύμα", ενδέχεται να προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα "gʲel-", που σημαίνει "να ρέει". Η λέξη "test" προέρχεται από τη λατινική "testari", που σημαίνει "να δοκιμάζει" ή "να αποδεικνύει". Η λέξη "period" προέρχεται από την ελληνική λέξη "περίοδος" (periodos), που σημαίνει "κύκλος" ή "χρονική διάρκεια".
Συνώνυμα: - Testing phase - Evaluation period
Αντώνυμα: - Completion phase - Inactive period