Ο όρος "well-advised man" αποτελεί μια σύνθετη φράση και λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/wɛl əˈvaɪzd mæn/
Ο όρος "well-advised man" αναφέρεται σε κάποιον που έχει λάβει καλές ή σοφές συμβουλές και ενεργεί με βάση αυτές. Αντιπροσωπεύει έναν άνδρα που είναι ικανός να κάνει σωστές επιλογές λόγω της πληροφόρησης που έχει λάβει.
Ο συγκεκριμένος όρος δεν είναι πολύ κοινός στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε πιο επίσημο ή επαγγελματικό πλαίσιο. Η χρήση του είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο.
Ένας καλά ενημερωμένος άνδρας ξέρει πώς να διαχειρίζεται οικονομικά με σοφία.
In the business world, a well-advised man can navigate through challenges effectively.
Στον επιχειρηματικό κόσμο, ένας καλά ενημερωμένος άνδρας μπορεί να ξεπεράσει τις προκλήσεις αποτελεσματικά.
A well-advised man often seeks counsel before making major decisions.
Ο όρος "well-advised" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ένας καλά ενημερωμένος επενδυτής τείνει να κάνει πιο βιώσιμες επιλογές στην αγορά μετοχών.
A well-advised leader knows the importance of listening to his team.
Ένας καλά ενημερωμένος ηγέτης γνωρίζει τη σημασία του να ακούει την ομάδα του.
In troubled times, being a well-advised man can make all the difference.
Σε δύσκολες εποχές, το να είσαι ένας καλά ενημερωμένος άνδρας μπορεί να κάνει τη διαφορά.
The well-advised man doesn’t rush into decisions; he weighs his options.
Ο καλά ενημερωμένος άνδρας δεν βιάζεται να πάρει αποφάσεις· ζυγίζει τις επιλογές του.
You’ll find that a well-advised man often has a network of trusted advisors.
Ο όρος "well-advised" προέρχεται από την αγγλική λέξη "advise" που σημαίνει "συμβουλεύω", με το πρόθεμα "well-" να υποδηλώνει ότι έχει γίνει με καλή ή επαρκή πληροφόρηση.
Συνώνυμα: - γνώστης - σοφός - ενημερωμένος
Αντώνυμα: - αδαής - ανόητος - απρόσεκτος