well-advised man - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

well-advised man (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "well-advised man" αποτελεί μια σύνθετη φράση και λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/wɛl əˈvaɪzd mæn/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "well-advised man" αναφέρεται σε κάποιον που έχει λάβει καλές ή σοφές συμβουλές και ενεργεί με βάση αυτές. Αντιπροσωπεύει έναν άνδρα που είναι ικανός να κάνει σωστές επιλογές λόγω της πληροφόρησης που έχει λάβει.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Ο συγκεκριμένος όρος δεν είναι πολύ κοινός στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε πιο επίσημο ή επαγγελματικό πλαίσιο. Η χρήση του είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. A well-advised man knows how to manage his finances wisely.
  2. Ένας καλά ενημερωμένος άνδρας ξέρει πώς να διαχειρίζεται οικονομικά με σοφία.

  3. In the business world, a well-advised man can navigate through challenges effectively.

  4. Στον επιχειρηματικό κόσμο, ένας καλά ενημερωμένος άνδρας μπορεί να ξεπεράσει τις προκλήσεις αποτελεσματικά.

  5. A well-advised man often seeks counsel before making major decisions.

  6. Ένας καλά ενημερωμένος άνδρας συχνά αναζητά συμβουλές πριν από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "well-advised" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. A well-advised investor tends to make more sustainable choices in the stock market.
  2. Ένας καλά ενημερωμένος επενδυτής τείνει να κάνει πιο βιώσιμες επιλογές στην αγορά μετοχών.

  3. A well-advised leader knows the importance of listening to his team.

  4. Ένας καλά ενημερωμένος ηγέτης γνωρίζει τη σημασία του να ακούει την ομάδα του.

  5. In troubled times, being a well-advised man can make all the difference.

  6. Σε δύσκολες εποχές, το να είσαι ένας καλά ενημερωμένος άνδρας μπορεί να κάνει τη διαφορά.

  7. The well-advised man doesn’t rush into decisions; he weighs his options.

  8. Ο καλά ενημερωμένος άνδρας δεν βιάζεται να πάρει αποφάσεις· ζυγίζει τις επιλογές του.

  9. You’ll find that a well-advised man often has a network of trusted advisors.

  10. Θα διαπιστώσετε ότι ένας καλά ενημερωμένος άνδρας συχνά διαθέτει ένα δίκτυο έμπιστων συμβούλων.

Ετυμολογία της λέξης

Ο όρος "well-advised" προέρχεται από την αγγλική λέξη "advise" που σημαίνει "συμβουλεύω", με το πρόθεμα "well-" να υποδηλώνει ότι έχει γίνει με καλή ή επαρκή πληροφόρηση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - γνώστης - σοφός - ενημερωμένος

Αντώνυμα: - αδαής - ανόητος - απρόσεκτος



25-07-2024