Το "well-becoming" είναι ένα επίθετο.
/wɛl bɪˈkʌmɪŋ/
Η λέξη "well-becoming" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κατάλληλο ή κατάλληλο στην εμφάνιση, τη συμπεριφορά ή την κατάσταση. Στη γλώσσα της Αγγλίας χρησιμοποιείται συχνά για να επισημάνει κάτι θετικό ως προς την εμφάνιση ή την κοινωνική συμπεριφορά.
Η λέξη δεν είναι πολύ συνηθισμένη και μπορεί να βρεθεί πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Her dress was well-becoming for the occasion.
Το φόρεμά της ήταν καλοπροαίρετο για την περίσταση.
He has a well-becoming attitude that attracts many people.
Έχει μια καλοπροαίρετη στάση που προσελκύει πολλούς ανθρώπους.
The design was well-becoming, reflecting the elegance of the space.
Ο σχεδιασμός ήταν ευπρεπής, αντικατοπτρίζοντας την κομψότητα του χώρου.
Η λέξη "well-becoming" δεν ανήκει σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες εκφράσεις που δίνουν έμφαση στην κατάλληλη εμφάνιση ή συμπεριφορά.
She always dresses in a way that is well-becoming of her role as a leader.
Αθλοφορεί πάντα με τρόπο που είναι καλοπροαίρετος για τον ρόλο της ως ηγέτιδας.
Good manners are well-becoming in any formal event.
Οι καλές τρόποι είναι ευπρεπείς σε κάθε επίσημη εκδήλωση.
This hairstyle is truly well-becoming on you.
Αυτή η κομμωτική είναι πραγματικά καλοπροαίρετη πάνω σου.
Η λέξη "well-becoming" προέρχεται από τις λέξεις "well" (καλά) και "becoming" (κατάλληλος), με το "becoming" να προέρχεται από το ρήμα "become", που σημαίνει "γίνομαι" ή "κατάλληλος".
Συνώνυμα: - Eloquent - Appropriately - Suitable
Αντώνυμα: - Inappropriate - Unbecoming - Unsuitable