well-cut είναι επίρρημα που χρησιμοποιείται συχνά ως ιδιότητα.
/ˈwɛl kʌt/
Η λέξη well-cut χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει κοπεί ή διαμορφωθεί με επιτυχία και με προσοχή στη λεπτομέρεια. Συχνά εφαρμόζεται στη μόδα (π.χ. ρούχα), αλλά και σε άλλες τέχνες που απαιτούν εκλεπτυσμένες τεχνικές (π.χ. όπερα, κ.α.). Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, αλλά κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, όπως περιοδικά μόδας, κριτικές ή περιγραφές προϊόντων.
The suit is well-cut and fits perfectly.
Το κοστούμι είναι καλά κομμένο και κάθεται τέλεια.
She prefers well-cut dresses that enhance her figure.
Προτιμά καλά κομμένα φορέματα που αναδεικνύουν τη σιλουέτα της.
Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιέχουν τη λέξη well-cut, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα περιβάλλοντα που σχετίζονται με το στυλ και την εμφάνιση.
A well-cut garment can elevate your entire outfit.
Ένα καλά κομμένο ρούχο μπορεί να ανυψώσει ολόκληρη την εμφάνισή σας.
In the world of fashion, a well-cut dress is a true investment.
Στον κόσμο της μόδας, ένα καλά κομμένο φόρεμα είναι μια πραγματική επένδυση.
Even simple designs can look luxurious if they're well-cut.
Ακόμα και απλοί σχεδιασμοί μπορούν να φαίνονται πολυτελείς αν είναι καλά κομμένοι.
Ο όρος προέρχεται από τους αγγλικούς όρους well (καλά) και cut (κομμένο), με επομένως τη σημασία του "καλά κομμένο". Αυτή η σύνθεση δείχνει την ποιότητα της κοπής που δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια και την τελειότητα.
Συνώνυμα: - Tailored (ραμμένο) - Well-made (καλά φτιαγμένο) - Stylish (κομψό)
Αντώνυμα: - Poorly cut (κακά κομμένο) - Ill-fitting (κακώς τακτοποιημένο) - Shoddy (κακής ποιότητας)