Επίθετο
/wɛl dɪˈrɛktɪd/
Η λέξη "well-directed" σημαίνει κάτι που έχει καθοδηγηθεί ή κατευθυνθεί σωστά ή με καλή κατεύθυνση. Συνήθως υποδηλώνει ότι μια ενέργεια ή στρατηγική έχει σχεδιαστεί με ακρίβεια και επιτυχία.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, ειδικά σε περιγραφές ή αναλύσεις, π.χ., στην εκπαίδευση ή σε επαγγελματικά κείμενα.
Το έργο ήταν καλά καθοδηγημένο, γεγονός που οδήγησε στην επιτυχία του.
Her well-directed efforts in the campaign resulted in many positive changes.
Η λέξη "well-directed" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με καθοδήγηση ή διεύθυνση, όπως:
Καλά καθοδηγούμενη κριτική μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της απόδοσης.
A well-directed team can achieve remarkable results.
Μία καλά καθοδηγούμενη ομάδα μπορεί να πετύχει αξιοσημείωτα αποτελέσματα.
Her well-directed thoughts on the project inspired the whole team.
Η λέξη "well-directed" προέρχεται από το ρήμα "direct" (κατευθύνω), που έχει τη ρίζα του στη λατινική λέξη "dirigere", η οποία σημαίνει "να καθοδηγείς ή να οδηγείς". Το "well" υποδηλώνει ότι η δράση εκτελείται με σωστό ή θετικό τρόπο.
Συνώνυμα: - Well-guided - Well-managed - Purposeful
Αντώνυμα: - Misguided - Poorly-directed - Aimless