Η λέξη "well-fixed" είναι επίθετο.
/ˌwɛlˈfɪkst/
Η λέξη "well-fixed" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι σε καλή κατάσταση ή που έχει εξασφαλισμένο υλικό ή οικονομικό επίπεδο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι μια κατάσταση είναι ικανοποιητική ή αποδεκτή, ιδιαίτερα σε οικονομικά ζητήματα.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντήσουμε πιο συχνά την ακριβή της έννοια σε κοινωνικά ή οικονομικά κείμενα.
Είναι καλά προετοιμασμένος για τον χειμώνα με αρκετό ξύλο συσσωρευμένο.
The family is well-fixed, thanks to their successful business.
Η οικογένεια είναι σε καλή θέση οικονομικά, χάρη στην επιτυχημένη επιχείρησή τους.
She feels well-fixed in her new job due to the high salary.
Η λέξη "well-fixed" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Θέλω να είμαι καλοστημένος πριν ξεκινήσω οικογένεια.
"He’s well-fixed when it comes to retirement savings."
Είναι καλά οργανωμένος όταν πρόκειται για τα αποθέματα συνταξιοδότησης.
"The community is well-fixed with resources for the needy."
Η κοινότητα είναι καλά οργανωμένη με πόρους για τους έχοντες ανάγκη.
"Being well-fixed can bring peace of mind."
Το να είσαι καλοστημένος μπορεί να φέρει ηρεμία στο μυαλό.
"In tough times, it’s good to know you’re well-fixed."
Η λέξη "well-fixed" προέρχεται από το "well" (καλά) και το "fixed" (σταθερός, στερεωμένος), που προέρχεται από το αρχαίο Αγγλικό "fixen", το οποίο έχει ρίζες στη λατινική λέξη "root: figere".
Συνώνυμα: - well-off - secure - comfortable
Αντώνυμα: - poorly-fixed - struggling - needy