well-fixed - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

well-fixed (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "well-fixed" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

/ˌwɛlˈfɪkst/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "well-fixed" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι σε καλή κατάσταση ή που έχει εξασφαλισμένο υλικό ή οικονομικό επίπεδο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι μια κατάσταση είναι ικανοποιητική ή αποδεκτή, ιδιαίτερα σε οικονομικά ζητήματα.

Συχνότητα Χρήσης

Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντήσουμε πιο συχνά την ακριβή της έννοια σε κοινωνικά ή οικονομικά κείμενα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. He is well-fixed for the winter with enough wood stacked.
  2. Είναι καλά προετοιμασμένος για τον χειμώνα με αρκετό ξύλο συσσωρευμένο.

  3. The family is well-fixed, thanks to their successful business.

  4. Η οικογένεια είναι σε καλή θέση οικονομικά, χάρη στην επιτυχημένη επιχείρησή τους.

  5. She feels well-fixed in her new job due to the high salary.

  6. Αισθάνεται καλά σταθερή στη νέα της δουλειά λόγω του υψηλού μισθού.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "well-fixed" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. "I want to be well-fixed before starting a family."
  2. Θέλω να είμαι καλοστημένος πριν ξεκινήσω οικογένεια.

  3. "He’s well-fixed when it comes to retirement savings."

  4. Είναι καλά οργανωμένος όταν πρόκειται για τα αποθέματα συνταξιοδότησης.

  5. "The community is well-fixed with resources for the needy."

  6. Η κοινότητα είναι καλά οργανωμένη με πόρους για τους έχοντες ανάγκη.

  7. "Being well-fixed can bring peace of mind."

  8. Το να είσαι καλοστημένος μπορεί να φέρει ηρεμία στο μυαλό.

  9. "In tough times, it’s good to know you’re well-fixed."

  10. Σε δύσκολες εποχές, είναι καλό να ξέρεις ότι είσαι σε καλή κατάσταση.

Ετυμολογία

Η λέξη "well-fixed" προέρχεται από το "well" (καλά) και το "fixed" (σταθερός, στερεωμένος), που προέρχεται από το αρχαίο Αγγλικό "fixen", το οποίο έχει ρίζες στη λατινική λέξη "root: figere".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - well-off - secure - comfortable

Αντώνυμα: - poorly-fixed - struggling - needy



25-07-2024