"Well-graced" είναι επίθετο.
/ˈwɛl ˌɡreɪst/
Η λέξη "well-graced" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που διαθέτει καλή ανατροφή, ευγένεια ή ελκυστικότητα. Συχνά υποδηλώνει μια θετική ποιότητα ή χαρακτηριστικό που προέρχεται από την αρχαία έννοια της "χάρης". Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε πιο επίσημες ή λογοτεχνικές περιστάσεις.
She is well-graced in both manners and appearance.
Αυτή είναι καλοκαιρισμένη τόσο στους τρόπους όσο και στην εμφάνιση.
His well-graced demeanor makes him very likable.
Η ευγενής συμπεριφορά του τον καθιστά πολύ συμπαθή.
Η λέξη "well-graced" δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις που περιγράφουν την καλή συμπεριφορά ή την ελκυστικότητα ενός ατόμου.
She moves through life with a well-graced charm.
Διανύει τη ζωή της με μια καλοκαιρισμένη γοητεία.
A well-graced individual often becomes the center of attention.
Ένα καλοκαιρισμένο άτομο συχνά γίνεται το κέντρο προσοχής.
He handled the criticism with a well-graced attitude.
Αντιμετώπισε την κριτική με καλοκαιρισμένη στάση.
Το "well" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "wel", που σημαίνει "καλά". Το "graced" προέρχεται από το λατινικό "gratia", που σημαίνει "χάρη" ή "ευγένεια". Αυτές οι λέξεις συνδυάζονται για να σχηματίσουν την έννοια της καλής συμπεριφοράς και χάρης.
Συνώνυμα: - Graceful (ευγενής) - Courteous (ευγενικός) - Charming (γοητευτικός)
Αντώνυμα: - Awkward (άβολος) - Rude (αγενής) - Clumsy (αδέξιος)