Η λέξη "well-minded" λειτουργεί ως επίθετο.
/fɛlˈmaɪndɪd/
Η λέξη "well-minded" αναφέρεται σε άτομα που έχουν καλές προθέσεις ή ευγενείς προθέσεις. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που ενεργεί με καλή διάθεση και προθυμία να βοηθήσει ή να υποστηρίξει άλλους.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές μορφές (όπως λογοτεχνία ή επίσημες κείμενα), παρά στον προφορικό λόγο.
Έχει πάντα μια καλοπροαίρετη προσέγγιση για την επίλυση προβλημάτων.
In a well-minded discussion, everyone feels respected and heard.
Η λέξη "well-minded" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις που σχετίζονται με καλή διάθεση ή προθέσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Ένα καλοπροαίρετο άτομο παίρνει αποφάσεις με το συμφέρον των άλλων στο νου.
It's important to remain well-minded when facing criticism.
Είναι σημαντικό να παραμείνεις καλοπροαίρετος όταν αντιμετωπίζεις κριτική.
Her well-minded attitude is contagious in the workplace.
Η λέξη "well-minded" είναι σύνθετη, προερχόμενη από το "well" (καλά) και το "minded" (έχων γνώμη ή σκέψη). Έτσι, η λέξη υποδηλώνει ένα άτομο που έχει καλές σκέψεις ή προθέσεις.
Kind-hearted
Αντώνυμα: