Το "well-muscled body" αποτελεί μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό, καθώς αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο τύπο σώματος.
/wɛl ˈmʌsəld ˈbɔdi/
Η φράση "well-muscled body" αναφέρεται σε ένα σώμα που έχει έντονους και καλά καθορισμένους μυς. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των σπορ, της υγιεινής ζωής και του fitness. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε περιοδικά υγείας, άρθρα και βιβλία σχετικού περιεχομένου.
He works out daily to achieve a well-muscled body.
Αυτός γυμνάζει καθημερινά για να αποκτήσει ένα καλά μυώδες σώμα.
Many athletes have well-muscled bodies due to their rigorous training.
Πολλοί αθλητές έχουν καλά αναπτυγμένα σώματα εξαιτίας της αυστηρής προπόνησής τους.
Η φράση "well-muscled body" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με τη σωματική διάπλαση.
To hit the gym and build a well-muscled body is a common goal for many.
Το να πας στο γυμναστήριο και να χτίσεις ένα καλά μυώδες σώμα είναι ένας κοινός στόχος για πολλούς.
He was admired for his well-muscled body, which he showcased at the bodybuilding competition.
Εκτιμήθηκε για το καλά μυώδες σώμα του, το οποίο παρουσίασε στον διαγωνισμό bodybuilding.
Achieving a well-muscled body takes dedication and proper nutrition.
Η απόκτηση ενός καλά μυώδους σώματος απαιτεί αφοσίωση και σωστή διατροφή.
Η λέξη "well" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wel", που σημαίνει "καλά". Η λέξη "muscled" προέρχεται από το "muscle", το οποίο προέρχεται από τη λατινική λέξη "musculus", που σημαίνει "μύς" ή "μύδια". Το "body" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "bodig".
Συνώνυμα: - Muscular physique - Toned body
Αντώνυμα: - Flabby body - Weak physique