Επίθετο
/wɛlˈɔɪld/
Η φράση "well-oiled" χρησιμοποιείται στα αγγλικά για να περιγράψει κάτι που λειτουργεί ομαλά και αποτελεσματικά. Συχνά αναφέρεται σε ομάδες ανθρώπων ή διαδικασίες που είναι καλά οργανωμένες και συντονισμένες. Η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε επαγγελματικά και τεχνικά συμφραζόμενα.
Η καλά λιπανθής μηχανή της εταιρείας μας είναι απόδειξη της σκληρής δουλειάς της ομάδας μας.
After months of practice, the team became a well-oiled unit.
Μετά από μήνες εξάσκησης, η ομάδα έγινε μια καλά συντονισμένη μονάδα.
He kept the project running like a well-oiled clock.
Η φράση "well-oiled" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Μια καλά λιπανθής επιχείρηση.
Keeping the well-oiled machine running smoothly.
Να διατηρηθεί η καλά λιπανθής μηχανή να λειτουργεί ομαλά.
He is part of a well-oiled team that gets things done efficiently.
Είναι μέλος μιας καλά συντονισμένης ομάδας που ολοκληρώνει τα πράγματα αποτελεσματικά.
The well-oiled process ensures that every detail is attended to.
Η καλά συντονισμένη διαδικασία εξασφαλίζει ότι κάθε λεπτομέρεια λαμβάνεται υπόψη.
Well-oiled and ready to go, the crew launched the mission.
Η φράση "well-oiled" προέρχεται από τον 18ο αιώνα και συνδυάζει την λέξη "well", που σημαίνει "καλά", και "oiled", που προέρχεται από το ρήμα "oil", δηλαδή "λιπαίνω". Η χρήση του γράφει παραστατικά τη σημασία του καλού λιπαντή σε μια μηχανή που χρειάζεται λίπανση για να λειτουργεί αποτελεσματικά.
Συνώνυμα: - Smooth - Efficient - Well-organized
Αντώνυμα: - Clumsy - Inefficient - Disorganized