Το "well-order" είναι ουσιαστικό και ρήμα.
/wɛl ˈɔrdər/
Η έννοια του "well-order" προέρχεται από τη θεωρία συνόλων και τα μαθηματικά, όπου σημαίνει ότι κάθε μη κενό σύνολο έχει μικρότερο στοιχείο. Σε πιο γενικούς όρους, χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει μια κατάσταση ή διάταξη που είναι οργανωμένη ή καλά δομημένη.
Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ακαδημαϊκούς ή μαθηματικούς κλάδους.
The set of natural numbers is well-ordered.
Το σύνολο των φυσικών αριθμών είναι καλά διατεταγμένο.
In a well-ordered sequence, every element has a unique position.
Σε μια καλά διατεταγμένη ακολουθία, κάθε στοιχείο έχει μια μοναδική θέση.
Το "well-order" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, καθώς είναι πιο τεχνικός όρος. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθεί σε προτάσεις που σχετίζονται με την οργάνωση και την διάρθρωση. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
A well-ordered process ensures efficiency in operations.
Μια καλά διατεταγμένη διαδικασία εξασφαλίζει αποδοτικότητα στις διαδικασίες.
To achieve success, a well-ordered plan is essential.
Για να επιτευχθεί η επιτυχία, ένα καλά διατεταγμένο σχέδιο είναι απαραίτητο.
A well-ordered mind leads to better decision-making.
Ένας καλά διατεταγμένος νους οδηγεί σε καλύτερη λήψη αποφάσεων.
Η λέξη "well-ordered" προέρχεται από την αγγλική λέξη "well" (καλά) και "order" (διάταξη, σειρά). Χρησιμοποιείται στην μαθηματική ορολογία από τον 19ο αιώνα.