Φράση (γνωστή ως "well-ordered" που είναι επίθετο και "relation" που είναι ουσιαστικό).
/wɛl ˈɔrdərd rɪˈleɪʃən/
Η φράση "well-ordered relation" αναφέρεται σε μια μαθηματική σχέση που είναι οργανωμένη με τέτοιον τρόπο ώστε κάθε υποσύνολο του συνόλου έχει ένα ελάχιστο στοιχείο. Αυτή η έννοια είναι συναντήσιμη στη θεωρία συνόλων και τη μαθηματική λογική. Χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, κυρίως σε μαθηματικά κείμενα, ακαδημαϊκά άρθρα και διδακτικές σημειώσεις. Η συχνότητα χρήσης είναι πιο κοινή σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα παρά σε καθημερινές συνομιλίες.
Η καλά διατεθειμένη σχέση εξασφαλίζει ότι κάθε υποσύνολο έχει ένα ελάχιστο στοιχείο.
In mathematics, a well-ordered relation is essential for understanding ordinal numbers.
Στα μαθηματικά, μια καλά διατεθειμένη σχέση είναι απαραίτητη για την κατανόηση των κανονικών αριθμών.
A well-ordered relation can be used to define a total order on a set.
Η φράση "well-ordered relation" δεν είναι τυπικά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Αγγλικά, αλλά μπορούμε να βρούμε εναλλακτικές μορφές που ενδέχεται να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ειδικά μαθηματικά συμφραζόμενα:
Ένα στοιχείο είναι ελάχιστο σε μια καλά διατεθειμένη σχέση.
"Well-ordered relations help in forming hierarchies."
Οι καλά διατεθειμένες σχέσεις βοηθούν στη διαμόρφωση ιεραρχιών.
"In a well-ordered relation, every decision can be made optimally."
Σε μια καλά διατεθειμένη σχέση, κάθε απόφαση μπορεί να γίνει βέλτιστα.
"Understanding well-ordered relations is critical for advanced mathematics."
Η κατανόηση των καλά διατεθειμένων σχέσεων είναι κρίσιμη για τα προχωρημένα μαθηματικά.
"A well-ordered relation ensures order and predictability in datasets."
Η έκφραση "well-ordered relation" προέρχεται από τη σύνθεση του επιθέτου "well-ordered", το οποίο αναφέρεται σε κάτι που είναι τακτοποιημένο ή οργανωμένο, και του ουσιαστικού "relation", που σημαίνει σχέση ή σύνδεση. Η ιδέα της «καλής διάταξης» προέρχεται από την ιστορική ανάπτυξη της θεωρίας συνόλων και των μαθηματικών.
Συνώνυμα: - Organized relation (οργανωμένη σχέση) - Ordered relation (διατεθειμένη σχέση)
Αντώνυμα: - Disordered relation (άτακτη σχέση) - Chaotic relation (χαοτική σχέση)