Η λέξη "well-preserved" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει διατηρηθεί σε καλή κατάσταση, συνήθως αναφέρεται σε αντικείμενα, κατασκευές ή οργανισμούς που δεν έχουν υποστεί φθορά από το χρόνο ή τις συνθήκες δίπλα τους. Η χρήση της ενδέχεται να είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές ή ιστορικές περιγραφές, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
The ancient ruins were well-preserved by the dry climate.
Οι αρχαίοι ερείπιοι ήταν καλά διατηρημένοι από το ξηρό κλίμα.
The museum displayed well-preserved artifacts from the Renaissance.
Το μουσείο παρουσίασε καλά διατηρημένα αντικείμενα από την Αναγέννηση.
This well-preserved manuscript provides insight into medieval life.
Αυτό το καλά διατηρημένο χειρόγραφο προσφέρει μια εικόνα της μεσαιωνικής ζωής.
Η φράση "well-preserved" δεν εμφανίζεται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που αναφέρονται στη συντήρηση ή την καλή κατάσταση.
He looks well-preserved for his age.
Αυτός φαίνεται καλά διατηρημένος για την ηλικία του.
The well-preserved state of the castle impresses all visitors.
Η καλή κατάσταση του κάστρου εντυπωσιάζει όλους τους επισκέπτες.
Their well-preserved relationship has lasted through the years.
Ο καλά διατηρημένος δεσμός τους έχει αντέξει μέσα στα χρόνια.
The well-preserved documents prove the authenticity of the claim.
Τα καλά διατηρημένα έγγραφα αποδεικνύουν την αυθεντικότητα της αξίωσης.
Η λέξη "well-preserved" προέρχεται από την αγγλική λέξη "well" (καλά) που σημαίνει "σε καλή κατάσταση" και το ρήμα "preserve" (διατηρώ), το οποίο έχει λατινικές ρίζες. "Preserve" προέρχεται από το λατινικό "praeservare", που σημαίνει να φυλάσσεται ή να προστατεύεται.
intact (αυθεντικός)
Αντώνυμα: