Ουσιαστικό
/wɛl ˈwɔːtə(r)/
"Well-water" αναφέρεται στο νερό που προέρχεται από ένα πηγάδι. Συνήθως θεωρείται καθαρό και φυσικό νερό που αντλείται από το έδαφος μέσω υδροφόρων στρωμάτων.
Η χρήση της λέξης είναι συνηθισμένη στον γραπτό και προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις σχετικά με γεωργία, ύδρευση και περιβαλλοντικά θέματα.
The farmer used well-water to irrigate the crops.
Ο αγρότης χρησιμοποίησε νερό από πηγάδι για να ποτίσει τις καλλιέργειες.
Many households in the village rely on well-water for their drinking supply.
Πολλά νοικοκυριά στο χωριό εξαρτώνται από το νερό από πηγάδι για την παροχή πόσιμου νερού.
It's important to test well-water for contaminants before consumption.
Είναι σημαντικό να ελέγξετε το νερό από πηγάδι για μολυσματικούς παράγοντες πριν από την κατανάλωση.
Η λέξη "well-water" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια του καθαρού νερού και της φυσικής πηγής μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
"He prefers well-water over city tap water."
Προτιμά το νερό από πηγάδι αντί για το νερό της βρύσης της πόλης.
"Using well-water can be more sustainable for farming."
Η χρήση του νερού από πηγάδι μπορεί να είναι πιο βιώσιμη για τη γεωργία.
"They installed a filtration system to improve well-water quality."
Εγκατέστησαν ένα σύστημα φίλτρανσης για να βελτιώσουν την ποιότητα του νερού από πηγάδι.
Η λέξη "well" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wella", που σημαίνει πηγή ή ρεύμα, και η "water" προέρχεται από την πρωτογερμανική λέξη *watar, που σημαίνει υγρό ή νερό.
Συνώνυμα: - πηγαίο νερό - φυσικό νερό
Αντώνυμα: - νερό πόλης - επεξεργασμένο νερό
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "well-water" και τη χρήση της στην αγγλική γλώσσα.