Ουσιαστικό
/ˈwɛl ˈwɪʃər/
Η λέξη "well-wisher" αναφέρεται σε ένα άτομο που εκφράζει καλές ευχές ή υποστήριξη προς κάποιον άλλο, συνήθως σε περιστάσεις όπως γιορτές, γάμους ή άλλες σημαντικές στιγμές. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει ένα θετικό και ενθαρρυντικό συναίσθημα απέναντι σε κάποιον. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί επίσης να βρεθεί στον προφορικό λόγο.
My friends and family are all well-wishers for my new job.
Οι φίλοι και οι οικογένειές μου είναι όλοι καλοθελητές για τη νέα μου δουλειά.
It’s nice to have well-wishers when you are facing challenges.
Είναι ωραίο να έχεις καλοθελητές όταν αντιμετωπίζεις προκλήσεις.
She received many well-wishers on her birthday.
Έλαβε πολλούς καλοθελητές τα γενέθλιά της.
Η λέξη "well-wisher" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν υποστήριξη και καλές ευχές, όπως:
"Every well-wisher in the crowd cheered for the team."
Κάθε καλοθελητής στο πλήθος ενθάρρυνε την ομάδα.
"As a well-wisher, I want you to succeed in your endeavors."
Ως καλοθελητής, θέλω να πετύχεις στις προσπάθειές σου.
"Well-wishers often send cards during the holidays."
Οι καλοθελητές συχνά στέλνουν κάρτες κατά τις γιορτές.
"He felt grateful for all the well-wishers supporting his campaign."
Αισθανόταν ευγνώμον για όλους τους καλοθελητές που υποστήριζαν την εκστρατεία του.
"They organized a party to celebrate with all their well-wishers."
Οργάνωσαν ένα πάρτι για να γιορτάσουν με όλους τους καλοθελητές τους.
"A well-wisher sent a beautiful bouquet to congratulate the graduates."
Ένας καλοθελητής έστειλε μια όμορφη ανθοδέσμη για να συγχαρεί τους απόφοιτους.
Η λέξη "well-wisher" προέρχεται από το αγγλικό "well," που σημαίνει "καλά," και "wisher," που αναφέρεται σε κάποιον που εκφράζει επιθυμίες. Συνδυάζει την έννοια της θετικής ευχής με αυτήν του ατόμου που τις εκφράζει.
Συνώνυμα: - Supporter (υποστηρικτής) - Friend (φίλος) - Patron (πατρών)
Αντώνυμα: - Detractor (κατήγορος) - Opponent (αντίπαλος) - Adversary (αντίπαλος)