Η φράση "wheel running" είναι μια σύνθετη φράση που λειτουργεί ως ρήμα.
/wɪl ˈrʌnɪŋ/
Η φράση "wheel running" αναφέρεται στην αναγκαία διαδικασία ή την πρακτική της εκτέλεσης διαδρομών ή εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων χρησιμοποιώντας έναν τροχό, είτε αυτός είναι σχετικός με την προπόνηση, είτε με την κινητικότητα. Συνήθως, σχετίζεται με δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τη χρήση τροχών, όπως για παράδειγμα το τρέξιμο σε τροχό σκι ή τριπλή καρέκλα.
Η φράση δεν είναι ιδιαίτερα συχνή. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε ειδικά πλαίσια και παραστάσεις καθώς σχετίζεται με σπορ ή δραστηριότητες αναψυχής, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.
"I enjoy wheel running on the beach during summer."
(Απολαμβάνω το τρέξιμο με τροχό στην παραλία το καλοκαίρι.)
"Wheel running is a great way to stay active and fit."
(Το τρέξιμο με τροχό είναι ένας υπέροχος τρόπος να παραμείνεις δραστήριος και υγιής.)
"They organized a wheel running event for charity."
(Οργάνωσαν μια εκδήλωση τρεξίματος με τροχό για φιλανθρωπία.)
Η φράση "wheel running" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να προκύψουν συγκεκριμένες αποδόσεις. Κάποιες πιθανές εκφράσεις περιλαμβάνουν:
"Time to get the wheel running!"
(Ώρα να βάλουμε το τροχό να τρέχει!) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έναρξη μιας διαδικασίας ή έργου.
"Let’s keep the wheel running smoothly."
(Ας διατηρήσουμε τον τροχό να τρέχει ομαλά.) - Σημαίνει να είμαστε αποτελεσματικοί σε μια εργασία.
"I need to get my wheel running faster."
(Πρέπει να κάνω τον τροχό μου να τρέχει πιο γρήγορα.) - Δηλώνει την ανάγκη για ταχύτερη πρόοδο.
Η λέξη "wheel" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "whele", και η λέξη "running" προέρχεται από το παλιό Αγγλικό "rinnan", που σημαίνει "τρέχω".
Συνώνυμα: - Rolling (κυλίνδρινση) - Gliding (ολίσθηση)
Αντώνυμα: - Stopping (σταμάτημα) - Halting (παύση)