Wheeler: ουσιαστικό
Phonetic transcription: /ˈwiːlər/
Η λέξη wheeler αναφέρεται συνήθως σε ένα άτομο ή αντικείμενο που σχετίζεται με τροχούς. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον που εμπλέκεται στη μεταφορά (όπως ένας οδηγός φορτηγού) ή ακόμα και ως σχετικός όρος με μηχανές και οχήματα.
Η χρήση της λέξης είναι σχετικά συχνή και εμφανίζεται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, ιδίως σε συζητήσεις γύρω από μεταφορές και οδήγηση.
Ο τοπικός τροχός είναι γνωστός για την γρήγορη παράδοση αγαθών.
Every wheeler needs to know the rules of the road.
Η λέξη wheeler μπορεί να εμφανιστεί και μέσα σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις σχετικές με τα οχήματα ή τη μεταφορά.
Ο "τροχόφορος" είναι κάποιος που είναι επιδέξιος στο να κλείνει συμφωνίες, συχνά στον τομέα των επιχειρήσεων.
"Wheeling and dealing" - Engaging in negotiation or shady deals.
Η "τροχοφόρος διαπραγμάτευση" αναφέρεται στη συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις ή αμφιλεγόμενες συμφωνίες.
"Two-wheeler" - A vehicle with two wheels, such as a bicycle or motorcycle.
Ο "δίτροχος" αναφέρεται σε ένα όχημα με δύο τροχούς, όπως ένα ποδήλατο ή μια μοτοσικλέτα.
"Wheeler's luck" - Referring to good fortune in achieving goals.
Η λέξη wheeler προέρχεται από το όρο "wheel", που σημαίνει "τροχός", με το προσδιοριστικό "-er" να υποδηλώνει ένα άτομο που κάνει ή επαγγελματίζεται σε κάτι. Η χρήση της χρονολογείται πίσω σε εποχές που οι τροχοί και τα οχήματα ήταν κρίσιμα για τη μεταφορά.
Συνώνυμα: - μεταφορέας - οδηγός - επαγγελματίας της οδήγησης
Αντώνυμα: - πεζός - στατικός - ανασφάλιστος
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης wheeler και οι σχετικές πληροφορίες με παράδειγμα, ετυμολογία και χρήσεις στη γλώσσα.