whetstone - Ουσιαστικό (noun)
/wɛtˌstoʊn/
Η λέξη whetstone αναφέρεται σε μια πέτρα που χρησιμοποιείται για την ακονήση λεπίδων εργαλείων και μαχαιριών. Είναι συνήθως μια τραχιά πέτρα που με τη χρήση της μπορεί να γίνει πιο κοφτερή μια λεπίδα. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στην κουζίνα όσο και σε διάφορες άλλες βιοτεχνίες που απαιτούν κοφτερά εργαλεία. Ο όρος συναντάται συχνά σε τεχνικά κείμενα και πρακτικά οδηγούς, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Χρειάζομαι να χρησιμοποιήσω μια πέτρα ακονίσματος για να ακονίσω τα μαχαίρια της κουζίνας μου.
The blacksmith always keeps a whetstone close at hand.
Ο σιδηρουργός πάντα κρατάει μια πέτρα ακονίσματος κοντά του.
With a whetstone, you can give your tools the edge they need.
Η λέξη whetstone δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με έννοιες της βελτίωσης και της ακονίσματος. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που σαφώς δείχνουν τη χρήση του:
Η δασκάλα λειτούργησε σαν πέτρα ακονίσματος για τους μαθητές της, ακονίζοντας τους νου με απαιτητικά μαθήματα.
Just like a whetstone can enhance a knife's blade, constructive criticism can improve your work.
Ακριβώς όπως μια πέτρα ακονίσματος μπορεί να βελτιώσει την λεπίδα ενός μαχαιριού, η εποικοδομητική κριτική μπορεί να βελτιώσει τη δουλειά σας.
He needed a teacher to act as his whetstone in the pursuit of knowledge.
Η λέξη whetstone προέρχεται από το παλιό αγγλικό "whet" που σημαίνει "να ακονίζω" και "stone" που σημαίνει "πέτρα". Ουσιαστικά, η λέξη συνδυάζει τη διαδικασία της ακονίσματος που επιτυγχάνεται με τη βοήθεια μιας πέτρας.
Συνώνυμα: - sharpening stone - honing stone
Αντώνυμα: - dulling agent (παράγοντας θράυσης) - blunting tool (εργαλείο θράυσης)