whetstone - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

whetstone (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

whetstone - Ουσιαστικό (noun)

Φωνητική μεταγραφή

/wɛtˌstoʊn/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη whetstone αναφέρεται σε μια πέτρα που χρησιμοποιείται για την ακονήση λεπίδων εργαλείων και μαχαιριών. Είναι συνήθως μια τραχιά πέτρα που με τη χρήση της μπορεί να γίνει πιο κοφτερή μια λεπίδα. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στην κουζίνα όσο και σε διάφορες άλλες βιοτεχνίες που απαιτούν κοφτερά εργαλεία. Ο όρος συναντάται συχνά σε τεχνικά κείμενα και πρακτικά οδηγούς, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. I need to use a whetstone to sharpen my kitchen knives.
  2. Χρειάζομαι να χρησιμοποιήσω μια πέτρα ακονίσματος για να ακονίσω τα μαχαίρια της κουζίνας μου.

  3. The blacksmith always keeps a whetstone close at hand.

  4. Ο σιδηρουργός πάντα κρατάει μια πέτρα ακονίσματος κοντά του.

  5. With a whetstone, you can give your tools the edge they need.

  6. Μια πέτρα ακονίσματος μπορεί να δώσει στα εργαλεία σας την κοφτερή άκρη που χρειάζονται.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη whetstone δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με έννοιες της βελτίωσης και της ακονίσματος. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που σαφώς δείχνουν τη χρήση του:

  1. The teacher acted as a whetstone for her students, sharpening their minds with challenging lessons.
  2. Η δασκάλα λειτούργησε σαν πέτρα ακονίσματος για τους μαθητές της, ακονίζοντας τους νου με απαιτητικά μαθήματα.

  3. Just like a whetstone can enhance a knife's blade, constructive criticism can improve your work.

  4. Ακριβώς όπως μια πέτρα ακονίσματος μπορεί να βελτιώσει την λεπίδα ενός μαχαιριού, η εποικοδομητική κριτική μπορεί να βελτιώσει τη δουλειά σας.

  5. He needed a teacher to act as his whetstone in the pursuit of knowledge.

  6. Χρειαζόταν έναν δάσκαλο που να λειτουργήσει σαν πέτρα ακονίσματος στην αναζήτηση της γνώσης.

Ετυμολογία

Η λέξη whetstone προέρχεται από το παλιό αγγλικό "whet" που σημαίνει "να ακονίζω" και "stone" που σημαίνει "πέτρα". Ουσιαστικά, η λέξη συνδυάζει τη διαδικασία της ακονίσματος που επιτυγχάνεται με τη βοήθεια μιας πέτρας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - sharpening stone - honing stone

Αντώνυμα: - dulling agent (παράγοντας θράυσης) - blunting tool (εργαλείο θράυσης)



25-07-2024