Επιφώνημα (Interjection)
/wuː/
Η λέξη "whew" χρησιμοποιείται για να εκφράσει ανακούφιση, έκπληξη ή αναστάτωση. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε καταστάσεις όπου κάτι δύσκολο ή ανησυχητικό έχει τελειώσει ή έχει αποτραπεί.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, καθώς αποδίδει άμεσα συναισθήματα και αντιδράσεις. Είναι μια φωνητική έκφραση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις, κάνοντάς την αρκετά δημοφιλή στην καθημερινή ομιλία.
Whew, that was a close call!
Ουφ, αυτό ήταν μια κοντινή κλήση!
Whew, I didn’t expect that exam to be so easy!
Ουφ, δεν περίμενα ότι αυτή η εξέταση θα ήταν τόσο εύκολη!
Whew, finally finished the project on time!
Ουφ, τελικά ολοκλήρωσα το έργο στην ώρα του!
Η λέξη "whew" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες εκφράσεις που συνδέονται με συναισθηματικές αντιδράσεις:
Whew, what a relief!
Ουφ, τι ανακούφιση!
Whew, that was intense!
Ουφ, αυτό ήταν έντονο!
Whew, I thought I would lose that game!
Ουφ, νόμιζα ότι θα χάσω σε αυτό το παιχνίδι!
Whew, I can finally relax!
Ουφ, μπορώ επιτέλους να χαλαρώσω!
Whew, I’m glad that’s over!
Ουφ, είμαι χαρούμενος που τελείωσε αυτό!
Whew, let's take a breather!
Ουφ, ας πάρουμε μια ανάσα!
Η λέξη "whew" προέρχεται από μια ονομαστική φωνητική έκφραση που χρησιμοποιούνταν στον αγγλικό λόγο του 19ου αιώνα, για να προβάλλει ανακούφιση ή έκπληξη.
Συνώνυμα: - Phew (παρόμοια χρήση) - Oh (σε διαφορετικά συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Yikes (έκφραση φόβου ή ανησυχίας) - Wow (έκφραση θαυμασμού ή έκπληξης)