Whiplash (ουσιαστικό)
/ˈwɪplæʃ/
Η λέξη "whiplash" αναφέρεται κυρίως σε έναν τύπο τραυματισμού που προκύπτει από ξαφνικές κινήσεις του λαιμού, συνήθως κατά τη διάρκεια αυτοκινητιστικών ατυχημάτων. Ο τραυματισμός προκαλεί πόνο και δυσκαμψία στον αυχένα λόγω τεντώματος ή ρήξης των μυών και των συνδέσμων. Σε γενικές γραμμές, η "whiplash" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε ιατρικό και νομικό πλαίσιο, κυρίως σε περιπτώσεις ατυχημάτων.
Μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα, υπέστη σοβαρή θλάση αυχένα.
The doctor advised her to rest due to her whiplash injury.
Η λέξη "whiplash" δεν είναι τόσο συχνά παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα για να περιγράψει κάποιον που νιώθει έντονες εναλλαγές ή ξαφνικές αλλαγές.
Η ζωή μπορεί να σου ρίξει μια θλάση όταν δεν το περιμένεις.
The economy has experienced a whiplash effect due to rapid changes in policy.
Η οικονομία έχει υποστεί ένα αποτέλεσμα θλάσης λόγω ταχείας αλλαγής πολιτικής.
When the team lost the match, it felt like whiplash after their winning streak.
Η λέξη "whiplash" προέρχεται από τη σύνθεση "whip" (ράβδος, μαστίγιο) και "lash" (χτύπημα). Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη κίνηση του λαιμού που μοιάζει με αυτήν του μαστιγίου όταν ένα όχημα επιβραδύνει απότομα.
Συνώνυμα: - Neck strain (θλάση αυχένα) - Neck injury (τραυματισμός αυχένα)
Αντώνυμα: - Neck stability (σταθερότητα του αυχένα) - Relaxation (χαλάρωση)