Ο όρος "whipped cream" είναι ουσιαστικό.
/ˈwɪpt krim/
Η "whipped cream" αναφέρεται σε κρέμα γάλακτος που έχει χτυπηθεί μέχρι να αποκτήσει μια ελαφριά και αέραστη υφή. Χρησιμοποιείται συνήθως ως γαρνιτούρα για επιδόρπια, καφέ, και άλλα γλυκίσματα. Η χρήση της είναι συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε συνταγές μαγειρικής και προϊόντα ζαχαροπλαστικής.
I topped my pie with whipped cream.
(Έβαλα σαντιγί πάνω στην πίτα μου.)
She loves to add whipped cream to her hot chocolate.
(Αγαπάει να προσθέτει σαντιγί στη ζεστή σοκολάτα της.)
For the dessert, we served sponge cake with whipped cream and strawberries.
(Για το επιδόρπιο, σερβίραμε παντεσπάνι με σαντιγί και φράουλες.)
Η φράση "whipped cream" δεν εμφανίζεται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες αναφορές ή slang που σχετίζονται με αυτήν:
"Life is like whipped cream, full of sweetness."
(Η ζωή είναι όπως η σαντιγί, γεμάτη γλύκα.)
"I'll whip up some cream for the cake."
(Θα ετοιμάσω λίγη σαντιγί για την τούρτα.)
"Her mood was whipped cream light after the good news."
(Η διάθεσή της ήταν ελαφριά όπως η σαντιγί μετά τα καλά νέα.)
Η λέξη "whipped" προέρχεται από το ρήμα "whip," που σημαίνει "χτυπώ," και η λέξη "cream" από την Αγγλική λέξη για την κρέμα, η οποία έχει τις ρίζες της στην αρχαία Γαλλική λέξη "creme."
Συνώνυμα: - Cream - Aerated cream - Dairy topping
Αντώνυμα: - Solid cream - Unsweetened cream - Non-whipped cream