Whipray είναι ουσιαστικό (noun).
[ˈwɪp.reɪ]
Το whipray αναφέρεται σε είδος σαλαχιού που έχει χαρακτηριστικά αιχμηρού δέρματος και συνήθως βρίσκεται σε ρηχά νερά. Χρησιμοποιείται συνήθως σε θαλάσσιες ή οικολογικές αναφορές. Ο όρος μπορεί να μην είναι πολύ κοινός στη καθημερινή ομιλία αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε άρθρα ή κείμενα για τη βιολογία ή την ωκεανολογία.
Το σπαστό γλίστρησε με χάρη πάνω από τον αμμώδη πυθμένα του ωκεανού.
Fishermen often encounter the whipray during their trips to shallow waters.
Ο όρος whipray δεν είναι πολύ συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η φύση του μπορεί να συνδυαστεί με οικολογικές ή θαλάσσιες συζητήσεις.
"Ο ωκεανός φιλοξενεί πολλές δημιουργίες, συμπεριλαμβανομένου του σπαστού."
"Understanding the behavior of the whipray is essential for marine biologists."
Ο όρος whipray αναφέρεται απευθείας στην εμφάνιση του ψαριού, που έχει μια μορφή «σπαθιού» ή «χτυπήματος», καθώς και από το υλικό που αποτελεί το σώμα του.
Συνώνυμα: - Ray - Skate (σε μη επιστημονικές χρήσεις)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντίθετα, καθώς οι όροι σχετίζονται ειδικά με συγκεκριμένες θαλάσσιες οντότητες.
Η ανάλυση αυτής της λέξης αναδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία της στον θαλάσσιο κόσμο, αν και δεν είναι διαδεδομένη στη συνηθισμένη καθημερινή γλώσσα.