Ο όρος "white bass" είναι ουσιαστικό.
/waɪt bæss/
Το "white bass" αναφέρεται σε ένα είδος ψαριού που ανήκει στην οικογένεια των Σαργών (Moronidae) και είναι γνωστό για τη λεπτή σάρκα του και την αθλητική του αξία για ψάρεμα. Είναι ιδιαίτερα κοινό σε αμερικανικά υδάτινα σώματα, όπως ποτάμια και λίμνες.
Το λευκός μπακαλιάρος χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ψαράδων και είναι δημοφιλές στους αθλητές του ψαρέματος. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε υδάτινα περιβάλλοντα και σε γράμματα σχετικών περιοδικών, παρά στον προφορικό λόγο.
"Οι λευκοί μπακαλιάροι δαγκώνουν κοντά στην βραχώδη παραλία."
"I caught a huge white bass during my fishing trip."
"Έπιασα έναν τεράστιο λευκό μπακαλιάρο κατά τη διάρκεια του ψαρευτικού μου ταξιδιού."
"White bass can be found in many lakes and rivers."
Ο όρος "white bass" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με την αθλητική ψαριά και την αγάπη για την αναψυχή στη φύση. Εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
"Θα πάω για ψάρεμα λευκού μπακαλιάρου αυτό το σαββατοκύριακο."
"The thrill of catching a white bass can't be matched."
"Η ένταση του να πιάσεις έναν λευκό μπακαλιάρο δεν μπορεί να συγκριθεί."
"Many anglers prefer white bass over other fish due to its taste."
"Πολλοί ψαράδες προτιμούν τον λευκό μπακαλιάρο από άλλα ψάρια λόγω της γεύσης του."
"White bass tournaments are very popular among fishing enthusiasts."
Η λέξη "bass" προέρχεται από τη μεσαία αγγλική λέξη "bas," που αναφερόταν σε διάφορα ψάρια, ενώ το "white" περιγράφει το χρώμα του ψαριού, αναδεικνύοντας τη διαφοροποίησή του από άλλες ποικιλίες.
Συνώνυμα: - Striped bass (στραπτομένος μπακαλιάρος)
Αντώνυμα: - Χωρίς συγκεκριμένα αντώνυμα, καθώς η λέξη αναφέρεται σε συγκεκριμένο είδος ψαριού.