Ο όρος "white-eyed kestrel" είναι ουσιαστικό.
/ˌwaɪt aɪd ˈkɛstrəl/
Ο όρος "white-eyed kestrel" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο είδος γερακιού που παρατηρείται σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Είναι γνωστό για την χαρακτηριστική κίτρινη γούνα του και τα λευκά μάτια του. Ανήκει στην οικογένεια Falconidae και είναι κυρίως θηρευτής μικρών ζώων και τρωκτικών.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος "white-eyed kestrel" χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ορνιθολογική μελέτη, τις φυσιολογικές επιστήμες, και τη βιολογία.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές εκδόσεις και βιβλία αναφοράς, παρά στον προφορικό λόγο.
Το γεράκι με λευκά μάτια παρατηρείται συχνά να αιωρείται πάνω από τα χωράφια αναζητώντας τροφή.
Birdwatchers are excited to spot a white-eyed kestrel during their expedition.
Οι παρατηρητές πουλιών είναι ενθουσιασμένοι να εντοπίσουν ένα γεράκι με λευκά μάτια κατά τη διάρκεια της αποστολής τους.
The white-eyed kestrel's distinctive feathers help it blend into its environment.
Ο όρος "white-eyed kestrel" δεν εμφανίζεται συνήθως σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, λόγω της εξειδικευμένης φύσης του. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες φράσεις που να περιλαμβάνουν την έννοια του γερακιού.
"Πετώντας ψηλά σαν ένα γεράκι με λευκά μάτια, εκείνη κυνηγούσε τους στόχους της χωρίς δισταγμό."
"Just like a white-eyed kestrel, he had a keen eye for detail in his work."
"Ακριβώς όπως ένα γεράκι με λευκά μάτια, είχε οξυμένο βλέμμα για λεπτομέρειες στη δουλειά του."
"She observed the world with the focus of a white-eyed kestrel."
Ο όρος "kestrel" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "crecerelle," που σημαίνει "γεράκι." Το "white-eyed" αναφέρεται στην χαρακτηριστική εμφάνιση του πτηνού.
Συνώνυμα: - Kestrel - Falcon
Αντώνυμα: - Φυτοφάγος (σε σχέση με το θηλαστικό/θηρεύων) - Αναπαραγωγική πτυχή (σε σχέση με μη θηρευτικά πτηνά)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για το "white-eyed kestrel" και τη χρήση του στην αγγλική γλώσσα.