Ο όρος "white-tailed deer" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈwaɪtˌteɪld dɪr/
Το λευκό-ουράς ελάφι (Odocoileus virginianus) είναι ένα είδος ελαφιού που απαντά σε πολλές περιοχές της Βόρειας Αμερικής. Είναι γνωστό για την χαρακτηριστική λευκή περιοχή υπό την ουρά του, η οποία είναι ορατή όταν το ελάφι τρέχει. Αυτά τα ελάφια είναι κοινωνικά ζώα και συνήθως βρίσκονται σε μικρές οικογενειακές ομάδες. Το λευκό-ουράς ελάφι χρησιμοποιείται συνήθως σε φυσιολατρικές περιγραφές, σε κείμενα σχετικά με τη ζωή της άγριας φύσης και στη κυνηγετική δραστηριότητα.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι υψηλή σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την άγρια ζωή και κυριολεκτικές περιγραφές, και λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Το λευκό-ουράς ελάφι είναι κοινή θέα σε εθνικά πάρκα σε όλη την Αμερική.
Many hunters wait patiently for a white-tailed deer during the hunting season.
Πολλοί κυνηγοί περιμένουν υπομονετικά ένα λευκό-ουράς ελάφι κατά την κυνηγετική περίοδο.
The white-tailed deer is known for its agility and speed.
Η φράση "white-tailed deer" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες χρήσεις γύρω από την ιδέα του ελαφιού ή της φύσης:
"Σαν ένα λευκό-ουράς ελάφι στα φώτα αυτοκινήτου." (αγχωμένος ή ανυποψίαστος)
"To stalk like a white-tailed deer."
"Να παρακολουθείς όπως ένα λευκό-ουράς ελάφι." (να πλησιάζεις προσεκτικά, όπως κάνουν οι κυνηγοί)
"Caught in the act like a white-tailed deer."
Ο όρος "white-tailed" αναφέρεται στο χρώμα της ουράς του ελαφιού, που είναι λευκό. Η λέξη "deer" προέρχεται από παλαιά αγγλικά "deor," που σημαίνει θηλαστικό γενικά.
Συνώνυμα - white-tailed buck (όταν αναφερόμαστε σε αρσενικό) - whitetail (συντομία)
Αντώνυμα - black-tailed deer (ένας άλλος τύπος ελαφίσιας που έχει μαύρη ουρά) - οποιοδήποτε μη ελαφιών είδος (γενικά αντηχεί το αντίθετο του ελαφιού)