Whitehead: Ουσιαστικό (noun)
/ˈwaɪtˌhɛd/
Η λέξη "whitehead" μπορεί να έχει διάφορες σημασίες. Πρώτον, χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα είδος ακμής που είναι κλειστή και έχει λευκό χρώμα στην κορυφή της. Δεύτερον, μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένα επώνυμα, όπως π.χ. στον φιλόσοφο Alfred North Whitehead. Δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την ιατρική ή τη φιλοσοφία.
Παρατήρησα ότι σχηματίζεται μια λευκή κεφαλή στο μέτωπό μου.
The dermatologist said that whiteheads are common among teenagers.
Η λέξη "whitehead" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε περιπτώσεις που σχετίζονται με την ακμή μπορεί να υπάρξουν κάποιες εκφράσεις όπως:
Προσπάθησε να σπάσει την λευκή κεφαλή του.
"She prefers using a gentle cleanser to prevent whiteheads."
Αυτή προτιμά να χρησιμοποιεί έναν ήπιο καθαριστικό για να αποτρέψει τις λευκές κεφαλές.
"Whiteheads can be frustrating, but they’re usually easy to treat."
Η λέξη "whitehead" προέρχεται από την γλώσσα Αγγλικά, όπου "white" σημαίνει "λευκός" και "head" σημαίνει "κεφαλή". Ο συνδυασμός περιγράφει την εμφάνιση ενός σπυριού που έχει λευκή κορυφή.