Ο συνδυασμός "whole color" αναφέρεται συνήθως στην πλήρη ή ολική κατηγορία χρώματος. Αν και η έκφραση αυτή δεν χρησιμοποιείται συχνά ως αυτόνομη φράση στην αγγλική γλώσσα, μπορεί να εμφανιστεί σε διαφορετικά πλαίσια όπως η τέχνη ή ο σχεδιασμός. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, μιας και δεν είναι κοινή στο καθημερινό προφορικό λόγο.
The artist chose a whole color palette for his painting.
(Ο καλλιτέχνης διάλεξε μια ολόκληρη παλέτα χρωμάτων για τον πίνακά του.)
A whole color scheme can change the mood of a room.
(Ένα ολόκληρο σχέδιο χρωμάτων μπορεί να αλλάξει τη διάθεση ενός δωματίου.)
She prefers to work with whole colors rather than shades.
(Εκείνη προτιμά να εργάζεται με ολόκληρα χρώματα αντί για αποχρώσεις.)
Η έκφραση "whole color" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά δημιουργικά συμφραζόμενα:
He sees the whole color picture when planning a mural.
(Βλέπει την ολόκληρη εικόνα των χρωμάτων όταν σχεδιάζει ένα τοιχογραφία.)
A whole color spectrum can enhance the beauty of a garden.
(Ένα ολόκληρο φάσμα χρωμάτων μπορεί να ενισχύσει την ομορφιά ενός κήπου.)
Choosing a whole color for your artwork can make a bold statement.
(Η επιλογή ενός ολόκληρου χρώματος για το έργο σου μπορεί να κάνει μια τολμηρή δήλωση.)
Αντώνυμα: partial, incomplete, fragmentary
color:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συνολική εικόνα για το συνδυασμό λέξεων "whole color".