Wicket-door (ουσιαστικό)
/wɪkɪt dɔːr/
Ένα "wicket-door" αναφέρεται σε μια μικρή πόρτα ή πύλη, συνήθως σε μεγαλύτερες πόρτες ή φράχτες, που επιτρέπει σε άτομα να εισέρχονται ή να εξέρχονται χωρίς να χρειάζεται να ανοίξουν ολόκληρη τη μεγάλη πόρτα. Στα αγγλικά, η χρήση της λέξης είναι αρκετά ειδικευμένη, και συναντάται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής ή σε συζητήσεις σχετικές με την κατασκευή.
The guards opened the wicket-door for the visitors.
Οι φρουροί άνοιξαν την μικρή πόρτα για τους επισκέπτες.
He slipped through the wicket-door into the courtyard.
Έπιασε τον εαυτό του μέσα από την μικρή πόρτα στην αυλή.
Η λέξη "wicket" χρησιμοποιείται και σε περισσότερες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον αθλητισμό (όπως στο κρίκετ), ωστόσο, ως μέρος του "wicket-door" δεν φέρει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Wicket remains open - A phrase often used in cricket, meaning the batting team has to be careful or they might lose wickets quickly.
Η μικρή πόρτα παραμένει ανοιχτή - πρέπει η ομάδα να είναι προσεκτική στα χτυπήματα της.
Behind the wicket - Referring to the area directly behind the wicket in cricket, often used to denote a strategic location.
Πίσω από την μικρή πόρτα - αναφέρεται στην περιοχή πίσω από την πύλη στο κρίκετ.
Η λέξη "wicket" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη wicket, που σημαίνει «μικρή πύλη ή πόρτα». Συνδέεται με την παλαιότερη γερμανική γλώσσα όπου περιγράφει παρόμοιες δομές.
Συνώνυμα: - gate - door - entry
Αντώνυμα: - wall - barrier - closure
Αυτές οι πληροφορίες δίδουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "wicket-door" και τη χρήση της στη γλώσσα αγγλικά καθώς και την αντίστοιχη μετάφραση και σημασία στα ελληνικά.