wide - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

wide (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μεγάλη

Μέρος του λόγου: Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή: /waɪd/

Σημασίες: 1. Ευρύς σε επιφάνεια αναφοράς. 2. Εκτεταμένος σε χωρίο. 3. (Μεταφορικά) Αναφέρεται σε κοινωνική, εκπαιδευτική ή πολιτισμική αποδοχή.

Συχνότητα χρήσης και μορφή χρήσης: Η λέξη "wide" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική γλώσσα της αγγλικής. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διασταύρωση μιας επιφάνειας, την έκταση ενός αντικειμένου ή τη γενικότερη έννοια του ευρέος.

Μεταβολές ρημάτων: - Simple Present: widen /ˈwaɪ.dən/ - Present Continuous: widening /ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Simple Past: widened /ˈwaɪ.dənd/ - Past Continuous: was/were widening /wɒz/wɜːr ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Present Perfect: have/has widened /ˈhæv/ /hæz ˈwaɪ.dənd/ - Present Perfect Continuous: have/has been widening /ˈhæv/ /hæz bɪn ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Past Perfect: had widened /hæd ˈwaɪ.dənd/ - Past Perfect Continuous: had been widening /hæd bɪn ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Simple Future: will widen /wɪl ˈwaɪ.dən/ - Future Continuous: will be widening /wɪl bi ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Future Perfect: will have widened /wɪl hæv ˈwaɪ.dənd/ - Future Perfect Continuous: will have been widening /wɪl hæv bɪn ˈwaɪ.dənɪŋ/

Παραδείγματα: 1. She has a wide range of interests. (Έχει μεγάλο φάσμα ενδιαφερόντων.) 2. The road becomes wider as you go west. (Ο δρόμος γίνεται πιο ευρύς όσο προχωράτε προς τα δυτικά.)

Σταθερές εκφράσεις: - A wide range of: Ένα ευρύ φάσμα - She has a wide range of skills. (Έχει ένα ευρύ φάσμα δεξιοτήτων.)

Ετυμολογία: Η λέξη "wide" προέρχεται από τα γερμανικά "wīt" και "wīd".

Συνώνυμα: - Broad - Extensive - Spacious

Αντώνυμα: - Narrow - Limited - Tight