Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: /waɪd/
Σημασίες: 1. Ευρύς σε επιφάνεια αναφοράς. 2. Εκτεταμένος σε χωρίο. 3. (Μεταφορικά) Αναφέρεται σε κοινωνική, εκπαιδευτική ή πολιτισμική αποδοχή.
Συχνότητα χρήσης και μορφή χρήσης: Η λέξη "wide" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική γλώσσα της αγγλικής. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διασταύρωση μιας επιφάνειας, την έκταση ενός αντικειμένου ή τη γενικότερη έννοια του ευρέος.
Μεταβολές ρημάτων: - Simple Present: widen /ˈwaɪ.dən/ - Present Continuous: widening /ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Simple Past: widened /ˈwaɪ.dənd/ - Past Continuous: was/were widening /wɒz/wɜːr ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Present Perfect: have/has widened /ˈhæv/ /hæz ˈwaɪ.dənd/ - Present Perfect Continuous: have/has been widening /ˈhæv/ /hæz bɪn ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Past Perfect: had widened /hæd ˈwaɪ.dənd/ - Past Perfect Continuous: had been widening /hæd bɪn ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Simple Future: will widen /wɪl ˈwaɪ.dən/ - Future Continuous: will be widening /wɪl bi ˈwaɪ.dənɪŋ/ - Future Perfect: will have widened /wɪl hæv ˈwaɪ.dənd/ - Future Perfect Continuous: will have been widening /wɪl hæv bɪn ˈwaɪ.dənɪŋ/
Παραδείγματα: 1. She has a wide range of interests. (Έχει μεγάλο φάσμα ενδιαφερόντων.) 2. The road becomes wider as you go west. (Ο δρόμος γίνεται πιο ευρύς όσο προχωράτε προς τα δυτικά.)
Σταθερές εκφράσεις: - A wide range of: Ένα ευρύ φάσμα - She has a wide range of skills. (Έχει ένα ευρύ φάσμα δεξιοτήτων.)
After a good night's sleep, I am wide awake. (Μετά από μία καλή νύχτα ύπνου, είμαι άφταστος.)
Wide open: Ανοικτός, ευρύχωρος
The door was wide open when I arrived. (Η πόρτα ήταν ευρέως ανοικτή όταν φτάνω.)
Go wide of the mark: Χάνω το στόχο
His comment went wide of the mark and caused confusion. (Το σχόλιό του χάθηκε από το στόχο και προκάλεσε σύγχυση.)
Wide of the mark: Εκτός στόχου
Ετυμολογία: Η λέξη "wide" προέρχεται από τα γερμανικά "wīt" και "wīd".
Συνώνυμα: - Broad - Extensive - Spacious
Αντώνυμα: - Narrow - Limited - Tight