Επίθετο
/ˌwaɪdˈmaʊθt/
Το επίθετο "wide-mouthed" αναφέρεται σε κάτι που έχει μεγάλο ή πλατύ στόμα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα που έχουν σχεδιαστεί ή διαμορφωθεί με ένα ευρύ στόμιο. Αυτή η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς, περιλαμβάνοντας τη γεωλογία, τη μικροβιολογία, και την περιγραφή ζώων ή φυτών. Στη γλώσσα των Αγγλικών, δεν είναι ιδιαίτερα συχνή, αλλά χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
The wide-mouthed jar is perfect for storing cookies.
Το πλατύς-στόματος βάζο είναι τέλειο για την αποθήκευση μπισκότων.
Many fish species have wide-mouthed bodies to help them catch prey.
Πολλές είδη ψαριών έχουν πλατύς-στόματος σώματα που τους βοηθούν να πιάσουν θηράματα.
Η φράση "wide-mouthed" δεν χρησιμοποιείται τυπικά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες:
Wide-mouthed surprise
The children had a wide-mouthed surprise when they saw the magician's tricks.
Τα παιδιά είχαν μια πλατύς-στόματος έκπληξη όταν είδαν τα κόλπα του μάγου.
Wide-mouthed critter
The wide-mouthed critter in the garden is actually a type of frog.
Το πλατύς-στόματος ζώο στον κήπο είναι στην πραγματικότητα ένας τύπος βατράχου.
Wide-mouthed mug
I prefer using a wide-mouthed mug when I drink my coffee.
Προτιμώ να χρησιμοποιώ μια πλατύς-στόματος κούπα όταν πίνω τον καφέ μου.
Η λέξη "wide-mouthed" προέρχεται από τις λέξεις "wide" (πλατύς) και "mouth" (στόμα). Ο συνδυασμός αυτός αποτελεί έναν περιγραφικό όρο που εισάγει τη διάσταση και τη λειτουργία του στόματος.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "wide-mouthed" στα Αγγλικά και στη χρήση της.