Επίθετο
/wʌɪd reɪndʒ/
Το "wide-range" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μεγάλο εύρος ή ποικιλία. Συχνά αναφέρεται σε προϊόντα, υπηρεσίες ή θεμάτων που καλύπτουν πολλές επιλογές ή πτυχές. Η χρήση του είναι συνηθισμένη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά συναντάται σε επίσημα ή επαγγελματικά κείμενα.
Η εταιρεία προσφέρει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών για να καλύψει τις ανάγκες των πελατών.
They have a wide-range of products available in their store.
Έχουν μια ευρεία γκάμα προϊόντων διαθέσιμων στο κατάστημά τους.
This research covers a wide-range of topics related to climate change.
Το "wide-range" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με ποικιλία ή επιλογές.
Το φεστιβάλ παρουσίασε ένα ευρύ φάσμα ταλέντου από διάφορες κουλτούρες.
She has a wide range of interests, from music to science.
Έχει ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, από τη μουσική έως την επιστήμη.
The course offers a wide range of modules to choose from.
Το μάθημα προσφέρει ένα ευρύ φάσμα ενοτήτων για να επιλέξετε.
They provide a wide range of resources for students.
Η λέξη "wide" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wīd," που σημαίνει ευρύ, ενώ η λέξη "range" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "ranger," που σημαίνει να τοποθετείς σε γραμμή ή να διατάσσεις.
Συνώνυμα: - Broad - Extensive - Vast
Αντώνυμα: - Narrow - Limited - Restricted