widening - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

widening (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Ανάλυση της λέξης "widening"

Δυνατές επιλογές μετάφρασης στα ελληνικά

Τι μέρος του λόγου μπορεί να είναι η λέξη στα αγγλικά;

Η λέξη "widening" μπορεί να είναι:

  1. Ρήμα (gerund): Στην περίπτωση αυτή, το "widening" προέρχεται από το ρήμα "widen". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία ή την πράξη της διεύρυνσης. Για παράδειγμα:
  2. "The widening of the road will help reduce traffic."

    • (Η διεύρυνση του δρόμου θα βοηθήσει να μειωθεί η κυκλοφορία.)
  3. Επίθετο (present participle): Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την πράξη της διεύρυνσης.

  4. "The widening gap between the rich and the poor is concerning."
    • (Η διεύρυνση της απόστασης μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών είναι ανησυχητική.)

Πώς χρησιμοποιείται η λέξη στα αγγλικά;

Η λέξη "widening" χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, κυρίως για να περιγράψει τη διαδικασία αύξησης του πλάτους, είτε κυριολεκτικά (π.χ., δρόμοι, πεδία) είτε μεταφορικά (π.χ. απόσταση μεταξύ ομάδων, γνώσεων). Συχνά συνδέεται με την ιδέα της ανάπτυξης ή της πρόοδου.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "widening" είναι σχετικά κοινή στην αγγλική γλώσσα, ιδιαίτερα σε προφορικούς και γραπτούς λόγους που σχετίζονται με θέματα υποδομών, κοινωνικών ζητημάτων ή ψυχολογικών εννοιών.

Χρησιμοποιείται σε προφορικό ή γραπτό λόγο;

Η λέξη χρησιμοποιείται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο. Εμφανίζεται συχνά σε δημοσιεύσεις, επιστημονικά άρθρα και ομιλίες σχετικά με κοινωνικά, οικονομικά ή τεχνικά θέματα.

Παραδείγματα χρήσης στα αγγλικά (με μετάφραση στα ελληνικά)

Ετυμολογία

Η λέξη "widening" προέρχεται από το ρήμα "widen", που σημαίνει "να διευρύνει". Το "widen" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wide", που σημαίνει "ευρύ" ή "φαρδύς". Η κατάληξη "-ing" προσδιορίζει τη διαδικασία ή την κατάσταση της διεύρυνσης.