Η λέξη "widening" μπορεί να είναι:
"The widening of the road will help reduce traffic."
Επίθετο (present participle): Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την πράξη της διεύρυνσης.
Η λέξη "widening" χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, κυρίως για να περιγράψει τη διαδικασία αύξησης του πλάτους, είτε κυριολεκτικά (π.χ., δρόμοι, πεδία) είτε μεταφορικά (π.χ. απόσταση μεταξύ ομάδων, γνώσεων). Συχνά συνδέεται με την ιδέα της ανάπτυξης ή της πρόοδου.
Η λέξη "widening" είναι σχετικά κοινή στην αγγλική γλώσσα, ιδιαίτερα σε προφορικούς και γραπτούς λόγους που σχετίζονται με θέματα υποδομών, κοινωνικών ζητημάτων ή ψυχολογικών εννοιών.
Η λέξη χρησιμοποιείται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο. Εμφανίζεται συχνά σε δημοσιεύσεις, επιστημονικά άρθρα και ομιλίες σχετικά με κοινωνικά, οικονομικά ή τεχνικά θέματα.
(Η διεύρυνση του ποταμού ήταν απαραίτητη για να προληφθεί η πλημμύρα.)
"There is a widening awareness of climate change among the population."
Η λέξη "widening" προέρχεται από το ρήμα "widen", που σημαίνει "να διευρύνει". Το "widen" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wide", που σημαίνει "ευρύ" ή "φαρδύς". Η κατάληξη "-ing" προσδιορίζει τη διαδικασία ή την κατάσταση της διεύρυνσης.