Η λέξη "widowed" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει χάσει τον/την σύζυγό του/της λόγω θανάτου. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την κατάσταση ενός ατόμου που έχει υποστεί αυτήν την απώλεια. Εμφανίζεται συχνά στο γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο ανάλογα με το πλαίσιο.
Η λέξη "widowed" είναι μέτρια συχνή και συναντάται κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα, άρθρα, και σε αναφορές που αφορούν συζητήσεις για απώλειες και ανθρώπινες σχέσεις.
She became widowed at a young age.
Έγινε χήρα σε νεαρή ηλικία.
He was widowed last year and is still coping with the loss.
Έμεινε χήρος πέρυσι και ακόμα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την απώλεια.
Many widowed individuals seek support in their community.
Πολλοί χήροι αναζητούν στήριξη στην κοινότητά τους.
Η λέξη "widowed" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά αναφέρεται συχνά σε πηγές ή κείμενα που περιγράφουν την κατάσταση των χηρών και χήρων.
Being widowed can bring about a profound change in one’s perspective on life.
Το να είσαι χήρος μπορεί να φέρει μια βαθιά αλλαγή στη προοπτική κάποιου για τη ζωή.
The organization offers resources for those who are newly widowed.
Ο οργανισμός προσφέρει πόρους για εκείνους που έχουν μόλις μείνει χήροι.
She is part of a support group for widowed individuals.
Είναι μέλος μιας ομάδας στήριξης για χήρους.
Many widowed people find solace in shared experiences.
Πολλοί χήροι βρίσκουν παρηγοριά σε κοινές εμπειρίες.
The widowed often struggle with feelings of loneliness and grief.
Οι χήροι συχνά παλεύουν με αισθήματα μοναξιάς και θλίψης.
Η λέξη "widowed" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "widwe," που σημαίνει "χήρα" ή "χήρος," και συνδέεται με την πηγή της στα γερμανικά.