Ο συνδυασμός λέξεων "width of bottom" λειτουργεί ως ονοματική φράση.
/wɪdθ əv ˈbɑtəm/
Η φράση "width of bottom" αναφέρεται στο πλάτος του κάτω μέρους ενός αντικειμένου ή επιφάνειας. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιγραφές σχετικά με μορφές, κατασκευές, ή άλλα υλικά που απαιτούν μέτρηση. Η χρήση της είναι περισσότερο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κατασκευαστικά ή τεχνικά κείμενα.
Το πλάτος της βάσης είναι κρίσιμο για τη σταθερότητα των επίπλων.
When designing a boat, the width of bottom affects its buoyancy.
Όταν σχεδιάζετε ένα σκάφος, το πλάτος της βάσης επηρεάζει την αντοχή του στο νερό.
We need to measure the width of bottom before ordering the material.
Η φράση "width of bottom" δεν απαντάται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικά συμφραζόμενα:
Όσο μεγαλύτερο είναι το πλάτος της βάσης, τόσο περισσότερα βάρη μπορεί να υποστηρίξει.
An increased width of bottom is essential for improved performance.
Ένα αυξημένο πλάτος της βάσης είναι απαραίτητο για καλύτερη απόδοση.
We found that a wider width of bottom leads to better stability in high winds.
Η λέξη "width" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wiþþu," που σημαίνει "στέρεος χώρος". Η λέξη "bottom" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "botm," που αναφέρεται στο κατώτατο σημείο ή την επιφάνεια θρέψης ενός αντικειμένου.
Συνώνυμα: - breadth (πλάτος) - span (διάσταση)
Αντώνυμα: - height (ύψος) - top (κορυφή)