Το "width of cut" είναι φράση και μπορεί να αναλυθεί σε δύο μέρη: - "width" (ουσιαστικό) - "of" (πρόθεση) - "cut" (ουσιαστικό)
/wɪdθ ʌv kʌt/
Ο όρος "width of cut" αναφέρεται στο πλάτος που καλύπτει μια κοπή, συνήθως σε βιομηχανικές ή κατασκευαστικές εφαρμογές, όπως η κοπή μετάλλου ή ξύλου. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, όπως τεχνικά έγγραφα και οδηγίες, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικές συζητήσεις.
The width of cut for this saw blade is adjustable.
Το πλάτος κοπής για αυτή τη λεπίδα πριονιού είναι ρυθμιζόμενο.
We need to measure the width of cut to ensure accuracy.
Πρέπει να μετρήσουμε το πλάτος κοπής για να εξασφαλίσουμε την ακρίβεια.
The width of cut determines how much material can be removed in a single pass.
Το πλάτος κοπής καθορίζει πόσο υλικό μπορεί να αφαιρεθεί σε μία μόνο διαδρομή.
Η φράση "width of cut" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ο σχετικός όρος μπορεί να συνδυαστεί με κάποιους άλλους τεχνικούς όρους. Παρακάτω υπάρχουν μερικές παραδείγματικές προτάσεις:
Narrow the width of cut to increase precision.
Στενέψτε το πλάτος κοπής για να αυξήσετε την ακρίβεια.
A wider width of cut might be necessary for larger projects.
Ένα μεγαλύτερο πλάτος κοπής μπορεί να είναι απαραίτητο για μεγαλύτερα έργα.
The machine can handle a consistent width of cut throughout the process.
Η μηχανή μπορεί να διαχειριστεί ένα σταθερό πλάτος κοπής καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
Ο όρος "width" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wʌð", που σημαίνει πλάτος. Η λέξη "cut" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "cyttan", που σημαίνει να χωρίζεις ή να κόβεις.
Συνώνυμα: - breadth of cut - cut width
Αντώνυμα: - narrowness of cut - thin cut
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση του όρου "width of cut" και της χρήσης του στη γλώσσα Αγγλικά.