Ο όρος "wild brier" είναι ένα ουσιαστικό.
/wʌɪld braɪər/
Ο όρος "wild brier" αναφέρεται σε διάφορους τύπους άγριων θάμνων που ανήκουν στο γένος των τριαντάφυλλων, καθώς και σε θάμνους που φέρουν αγκάθια. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει τα φυτά και τους θάμνους που θεωρούνται ενοχλητικά ή άγρια, συχνά εμφανιζόμενα σε αγροτικές περιοχές. Αυτή η φράση είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτό λόγο και σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη φύση και την κηπουρική.
The wild brier is often found along the edges of forests.
(Το άγριο τριαντάφυλλο βρίσκεται συχνά κατά μήκος των άκρων των δασών.)
She decided to avoid areas overgrown with wild briers on her hike.
(Αποφάσισε να αποφύγει περιοχές καλυμμένες με άγρια τριαντάφυλλα κατά την πεζοπορία της.)
Ο όρος "wild brier" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, είναι ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί σε περιβάλλοντα που συζητούν την αγριάδα ή την αφέλεια της φύσης. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που αναφέρονται στα άγρια τριαντάφυλλα:
Life is full of wild briers; you just have to learn to navigate around them.
(Η ζωή είναι γεμάτη άγρια τριαντάφυλλα; Απλώς πρέπει να μάθεις να τα περιηγείσαι.)
Just like a wild brier, she grew strong despite the challenges.
(Όπως ένα άγριο τριαντάφυλλο, αυτή μεγάλωσε δυνατή παρά τις προκλήσεις.)
Ο όρος "brier" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "bruyère," που σημαίνει αγκάθι ή θάμνος. Το "wild" προστίθεται για να υποδηλώσει την άγρια και ανεξέλεγκτη φύση του φυτού.
Συνώνυμα:
- άγριο τριαντάφυλλο
- αγκαθόχορτο
Αντώνυμα:
- καλλιεργημένο τριαντάφυλλο
- ποικιλία τριαντάφυλλων
Αυτή η ανάλυση αναδεικνύει τη σημασία και τις διάφορες πτυχές του "wild brier" στο Αγγλικά, ενσωματώνοντας την ετυμολογία και τις γλωσσικές χρήσεις.