wild plant - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

wild plant (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "wild plant" αποτελεί φράση και μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/wajld plænt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "wild plant" αναφέρεται σε φυτά που φυτρώνουν φυσικά σε άγρια κατάσταση, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση ή καλλιέργεια. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα στα περιβάλλοντα της βοτανικής, της οικολογίας και της γεωργίας. Η χρήση της περιγράφει φυτά που δεν έχουν υποστεί καλλιεργητικές διαδικασίες και συχνά είναι ενδημικά σε συγκεκριμένες περιοχές.

Συχνότητα χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται συχνά στην επιστημονική και γραπτή γλώσσα, καθώς και σε περιβαλλοντικές συζητήσεις, λιγότερο στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The wild plant thrives in rocky areas.
    (Το άγριο φυτό ευδοκιμεί σε βραχώδεις περιοχές.)

  2. Many wild plants are used for medicinal purposes.
    (Πολλά άγρια φυτά χρησιμοποιούνται για ιατρικούς σκοπούς.)

  3. It is important to conserve wild plants for biodiversity.
    (Είναι σημαντικό να διατηρούμε τα άγρια φυτά για τη βιοποικιλότητα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "wild plant" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφέρεται σε έννοιες που περιγράφουν το φυσικό κόσμο ή τη φύση. Ακολουθούν ορισμένες παράγωγες προτάσεις που συνδέονται με αυτήν:

  1. In the wild, plants grow in their natural habitat.
    (Στη φύση, τα φυτά αναπτύσσονται στον φυσικό τους βιότοπο.)

  2. You should learn to identify wild plants before foraging.
    (Πρέπει να μάθεις να αναγνωρίζεις τα άγρια φυτά πριν ξεκινήσεις τη συλλογή.)

  3. Wild plants often provide food for local wildlife.
    (Τα άγρια φυτά συχνά προσφέρουν τροφή για την τοπική άγρια ζωή.)

  4. Studying wild plants can enhance our understanding of ecosystems.
    (Η μελέτη των άγριων φυτών μπορεί να εμπλουτίσει την κατανόησή μας για τα οικοσυστήματα.)

  5. Conserving wild plants is vital for ecological balance.
    (Η διατήρηση των άγριων φυτών είναι ζωτικής σημασίας για την οικολογική ισορροπία.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "wild" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "wilde", που σημαίνει "φυσικό, μη καλλιεργημένο" και η λέξη "plant" προέρχεται από το λατινικό "planta", που σημαίνει "φυτεμένο φυτό".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- φυσικό φυτό (native plant)
- άγριος φυτικός σχηματισμός (untamed flora)

Αντώνυμα:
- καλλιεργημένο φυτό (cultivated plant)
- οικόσιτο φυτό (domestic plant)



25-07-2024